Pages - Menu

Διόδωρος ο Σικελιώτης - Ιμέρα (480 π.Χ.)



Τα γεγονότα σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη

Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη

20.  Οι Καρχηδόνιοι, έχοντας συμφωνήσει με τους Πέρσες να προσπαθήσουν την ίδια εποχή να καταβάλουν τους Έλληνες της Σικελίας, έκαναν μεγάλες προπαρασκευές ως προς τα χρειώδη του πολέμου. Όταν ετοιμάστηκαν τα πάντα όπως έπρεπε, εξέλεξαν στρατηγό τον Αμίλκα, προτιμώντας τον άνθρωπο που εκτιμούσαν περισσότερο. Αυτός, αφού παρέλαβε μεγάλες δυνάμεις πεζικού και ναυτικού, απέπλευσε από την Καρχηδόνα, έχοντας δύναμη πεζικού όχι μικρότερη από τριακόσιες χιλιάδες άντρες και περισσότερα από διακόσια πολεμικά πλοία, χώρια το πλήθος των φορτηγών πλοίων που μετέφεραν τα εφόδια, τα οποία ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες. Αυτός λοιπόν, αφού διέσχισε το Λιβυκό πέλαγος, έπεσε σε τρικυμία και έχασε τα πλοία που μετέφεραν τους ιππείς και τα άρματα.
Όταν κατέπλευσε στη Σικελία, στο λιμάνι του Πανόρμου είπε ότι είχε τελειώσει με τον πόλεμο, γιατί είχε φοβηθεί πως η θάλασσα θα έσωζε τους Σικελιώτες από τους κινδύνους της μάχης. Αφού ξεκούρασε για τρεις μέρες τους στρατιώτες και διόρθωσε τις ζημιές που είχαν προκληθεί από την τρικυμία, προχώρησε με τη δύναμη του προς την Ιμέρα, με το ναυτικό να πλέει παράλληλα. Μόλις έφτασε κοντά στην πόλη που προαναφέραμε, έστησε δυο στρατόπεδα, το ένα για το πεζικό και το άλλο για το ναυτικό. Τράβηξε όλα τα πολεμικά πλοία στην ξηρά και τα περιέβαλε με βαθιά τάφρο και ξύλινο τείχος, ενώ το στρατόπεδο του πεζικού το οχύρωσε στήνοντάς το απέναντι από την πόλη και εκτείνοντας το από το περιτείχισμα του στρατοπέδου του ναυτικού μέχρι τους λόφους που βρίσκονταν από πάνω.
Έχοντας καταλάβει όλη γενικά τη δυτική πλευρά, έβγαλε τα εφόδια από τα φορτηγά πλοία και εξαπέστειλε αμέσως όλα τα πλοία, με την εντολή να φέρουν σιτάρι και άλλα εφόδια από τη Λιβύη και τη Σαρδηνία. Ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του τους άριστους από τους στρατιώτες, βάδισε στην πόλη, όπου τρέποντας σε φυγή εκείνους που βγήκαν εναντίον του και σκοτώνοντας πολλούς, τρομοκράτησε τους κατοίκους της πόλης. Έτσι, ο Θήρων, ο ηγεμόνας των Ακραγαντίνων, που με αρκετή δύναμη φρουρούσε από κοντά την Ιμέρα, φοβήθηκε κι έστειλε μήνυμα στις Συρακούσες, ζητώντας από τον Γέλωνα να έρθει τάχιστα σε βοήθεια.

21. Ο Γέλων, που είχε επίσης ετοιμάσει το στρατό του, μόλις πληροφορήθηκε τους φόβους των κατοίκων της Ιμέρας, πήρε γρήγορα το στρατό του από τις Συρακούσες, έχοντας όχι λιγότερους από πενήντα χιλιάδες πεζούς και πάνω από πέντε χιλιάδες ιππείς. Έχοντας καλύψει με ταχύτητα την απόσταση, όταν πλησίασε την όλη των Ιμεραίων, έκανε αυτούς που προηγουμένως είχαν τρομοκρατηθεί από τις δυνάμεις των Καρχηδονίων να πάρουν θάρρος. Διότι έστησε στρατόπεδο κατάλληλο για τους τόπους που περιέβαλαν την πόλη, το οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με χαράκωμα, και έστειλε όλους τους ιππείς εναντίον εχθρών που τριγυρνούσαν στην περιοχή και επιδίδονταν σε λεηλασίες.
Οι ιππείς, που εμφανίστηκαν αναπάντεχα σ’ όσους ήταν διεσπαρμένοι στην ύπαιθρο, έπιασαν τόσους αιχμαλώτους όσους μπορούσε να πάρει ο καθένας. Όταν οδηγήθηκαν μέσα στην πόλη περισσότεροι από δέκα χιλιάδες αιχμάλωτοι, ο Γέλων έτυχε μεγάλης αποδοχής και οι κάτοικοι της Ιμέρας άρχισαν να μην υπολογίζουν τους εχθρούς. Στη συνέχεια, όλες τις πύλες που οι άντρες του Θήρωνα είχαν προηγουμένως χτίσει λόγω φόβου, ο Γέλων αντίθετα τις άνοιξε, περιφρονώντας του αντιπάλους, και κατασκεύασε μάλιστα και άλλες, εκτός από τις υπάρχουσες, οι οποίες μπορεί να του ήταν χρήσιμες σε κατεπείγουσα ανάγκη. Γενικά, ο Γέλων, που υπερείχε σε στρατηγική ικανότητα και οξύνοια, άρχισε αμέσως να αναζητάει με ποιο τρόπο θα μπορούσε, ακίνδυνα, να νικήσει με πολεμικό τέχνασμα του βαρβάρους και να καταστρέψει εντελώς τη δύναμή τους.
Στην εφευρετικότητά του συνέβαλε πολύ και η τύχη, ένεκα της παρακάτω περίστασης. Ο Γέλων είχε αποφασίσει να κάψει τα πλοία των εχθρών, ενώ λοιπό ο Αμίλκας βρισκόταν στο ναυτικό στρατόπεδο, ετοιμάζοντας μεγαλόπρεπη θυσία στον Ποσειδώνα, έφτασαν ιππείς από την ύπαιθρο που έφεραν στον Γέλωνα ένα γραμματοκομιστή που μετέφερε επιστολές από τους Σελινούντιους, στις οποίες ήταν γραμμένο ότι θα έστελναν τους ιππείς την ημέρα που τους είχε γράψει ο Αμίλκας να τους στείλουν. Μια που εκείνη η ημέρα ήταν αυτή κατά την οποία ο Αμίλκας επρόκειτο να τελέσει τη θυσία, εκείνη την ίδια μέρα ο Γέλων έστειλε δικούς του ιππείς, οι οποίοι είχαν πάρει εντολή να κάνουν το γύρο των κοντινών περιοχών και να φτάσουν με το ξημέρωμα στο ναυτικό στρατόπεδο, σαν να ήταν οι Σελινούντιοι σύμμαχοι, και αφού βρεθούν μέσα από το ξύλινο τείχος, να σκοτώσουν τον Αμίλκα και να κάψουν τα πλοία.
 Έστειλε επίσης και σκοπούς στους λόφους πάνω απ’ την πόλη, τους οποίους πρόσταξε, μόλις δουν τους ιππείς να έχουν περάσει μέσα από το τείχος, να σηκώσουν το συμφωνημένο σημάδι. Ο ίδιος, έχοντας παρατάξει από ξημέρωμα το στρατό του, περίμενε το σήμα που Θα δινόταν από τους σκοπούς.

22. Οι ιππείς, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ίππευσαν προς το ναυτικό στρατόπεδο των Καρχηδονίων και, όταν έγιναν δεκτοί από τους φύλακες σαν να ήταν σύμμαχοι, έτρεξαν αμέσως στον Αμίλκα που ήταν απασχολημένος με τη θυσία, τον σκότωσαν και έβαλαν φωτιά στα πλοία. Στη συνέχεια, μόλις οι σκοποί ύψωσαν το συμφωνημένο σημάδι, ο Γέλων, με όλη τη δύναμή του συντεταγμένη, προχώρησε εναντίον του στρατοπέδου των Καρχηδονίων.
Οι αρχηγοί των Φοινίκων που βρίσκονταν στο στρατόπεδο, βγάζοντας πρώτα τους στρατιώτες τους, αντιμετώπισαν τους Σικελιώτες συνάπτοντας μάχη και αγωνιζόμενοι ρωμαλέα. Στα δυο στρατόπεδα οι σάλπιγγες σήμαναν ταυτόχρονα το σύνθημα του πολέμου και οι δυνάμεις έβγαζαν εναλλάξ πολεμικές ιαχές, φιλοδοξώντας η καθεμιά να ξεπεράσει τους αντιπάλους με την ένταση της βοής. Έγινε μεγάλο φονικό και η μάχη ταλαντευόταν μια από δω και μια από κει, όταν ξαφνικά οι φλόγες από τα πλοία σηκώθηκαν ψηλά και κάποιοι ανήγγειλαν τον φόνο του στρατηγού, οπότε οι Έλληνες πήραν θάρρος και με ανυψωμένο ηθικό πίεζαν με μεγαλύτερη τόλμη τους βαρβάρους, ενώ οι Καρχηδόνιοι τρομοκρατήθηκαν και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για νίκη τράπηκαν σε φυγή.
Επειδή ο Γέλων είχε δώσει εντολή να μην πιάσουν κανέναν αιχμάλωτο, ακολούθησε μεγάλη σφαγή αυτών που το είχαν βάλει στα πόδια και στο τέλος σφάχτηκαν όχι λιγότεροι από εκατόν πενήντα χιλιάδες. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν σε κάποιο οχυρό τόπο και στην αρχή αμύνονταν εναντίον των επιτιθεμένων, αλλά, επειδή ο τόπος που είχαν καταλάβει ήταν άνυδρος, αναγκάστηκαν, πιεζόμενοι από τη δίψα, να παραδοθούν στους νικητές. Ο Γέλων, που είχε νικήσει σε περίλαμπρη μάχη, στην οποία επικράτησε κυρίως λόγω της δικής του στρατηγικής ικανότητας, απέκτησε ξακουστή δόξα όχι μόνο στους Σικελιώτες αλλά και σ’ όλους τους άλλους. Γιατί κανένας από τους προγενεστέρους του δεν μνημονεύεται να είχε χρησιμοποιήσει τέτοιο στρατήγημα, άλλα ούτε να είχε κατασφάξει σε μια μάχη περισσότερους βαρβάρους ή που να είχε πάρει τόσο μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων.

Σύγκριση του Θεμιστοκλή με το Γέλωνα.

23. Γι’ αυτό το λόγο, πολλοί από τους ιστορικούς παραβάλλουν αυτή τη μάχη με εκείνη που έδωσαν οι Έλληνες στις Πλαταιές, και το στρατήγημα του Γέλωνος με τα επινοήματα του Θεμιστοκλή, και την πρωτιά, λόγω της εξαιρετικής πολεμικής αρετής και των δύο, άλλοι την απονέμουν στους μεν κι άλλοι στους δε. Γιατί, όταν ο κόσμος στην Ελλάδα, στη μια περίπτωση, και στη Σικελία, στην άλλη, είχε τρομοκρατηθεί πριν από τη μάχη, η νίκη των Ελλήνων της Σικελίας που προηγήθηκε έκανε τους ανθρώπους στην Ελλάδα να πάρουν θάρρος, όταν έμαθαν για τη νίκη του Γέλωνα.
 Όσο γι’ αυτούς που και στους δυο στρατούς είχαν τη γενική αρχηγία, στους Πέρσες κατάφερε να διαφύγει ο βασιλιάς και μαζί τους πολλές μυριάδες ανδρών, ενώ οι Καρχηδόνιοι όχι μόνο έχασαν τον στρατηγό τους αλλά και όσοι συμμετείχαν στον πόλεμο σφάχτηκαν και, όπως λέγεται, δε σώθηκε ούτε ένας για να φέρει την είδηση στην Καρχηδόνα. Επιπλέον, ως προς τους επιφανέστερους αρχηγούς, που στους Έλληνες ήταν ο Παυσανίας και ο Θεμιστοκλής, ο πρώτος θανατώθηκε από τους συμπολίτες του για πλεονεξία και προδοσία, ενώ ο δεύτερος εξορίστηκε απ’ όλη την Ελλάδα και κατέφυγε στον Ξέρξη, τον μεγαλύτερο εχθρό του, και έζησε κοντά του μέχρι το θάνατό του.
Ενώ ο Γέλων μετά τη μάχη απολάμβανε όλο και μεγαλύτερης αποδοχής από τους Συρακούσιους, γέρασε όντας βασιλιάς και πέθανε τιμημένος, και ήταν τόσο ισχυρή η εύνοια των πολιτών προς το πρόσωπό του, ώστε η εξουσία παρέμεινε στα χέρια τριών μελών του οίκου του.