Το Ερέχθειον στέκει σεμνά δίπλα στον μεγαλόπρεπο Παρθενώνα καλυμμένο με ένα πέπλο μυστηρίου (ίσως σαν κι αυτό που προσφερόταν στην προστάτιδα θεά κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων) κρύβοντας μέχρι σήμερα καλά τα μυστικά του.
Το Ερέχθειον μαζί με ορισμένα σπήλαια της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης –με σημαντικότερα εκείνα της Αγλαύρου ή Αγραύλου και των Αρρηφόρων- αποτελούσε το κομβικό σημείο μιας αρχέγονης λατρείας αναγόμενης σε χρόνους προ δωδεκαθέου, καθώς και της τέλεσης μυστηρίων προς τιμήν αρχέγονων δυνάμεων που συγκεντρώνονταν, τουλάχιστον φανερά, στο πρόσωπο της Παλλάδος Αθηνάς.
Τοποθεσία-Ιστορία
Το πιο παράξενο από πλευράς αρχιτεκτονικής κτίριο της Ακρόπολης, αλλά ταυτόχρονα και το σημαντικότερο από άποψης λατρείας ιερό της αρχαίας Αθήνας ήταν το Ερέχθειον. Κτισμένο στην βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, στον τόπο δηλαδή όπου βρίσκονταν τα ιερότερα σημεία της πόλης, εκεί όπου τα όρια της μυθολογίας και της ιστορίας ήταν δυσδιάκριτα. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης ήταν για πολύ καιρό «άβατον», κλειστό, δηλαδή, για το κοινό και άνοιξε επιτέλους λίγους μήνες πριν.
Στα πανάρχαια χρόνια στην θέση αυτή περίπου βρισκόταν το «μέγαρον» όπου κατοικούσε ο τοπικός άρχοντας της Ακρόπολης, μια εποχή δηλαδή πριν ακόμη ο Θησέας ενώσει τους δήμους της Αττικής σε μία πόλη. Στο «μέγαρον» επίσης λατρευόταν και η μεγάλη θεά της γονιμότητας, καθώς ο άρχοντας είχε και θρησκευτικά καθήκοντα και αυτό ήταν το σπουδαιότερο ιερό της περιοχής.
Αργότερα κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., κτίστηκε πάνω από το παλαιό ανάκτορο ένας μικρός ναός της Αθηνάς, ο οποίος έμεινε γνωστός ως «αρχαίος νεώς», ονομασία που κληρονόμησαν και όλοι οι μεταγενέστεροι ναοί που κτίστηκαν στον ίδιο τόπο. Εκεί στεγαζόταν το ιερότερο άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο ήταν πανάρχαιο και για το οποίο έλεγαν πως ήταν «διιπετές» δηλαδή πως είχε πέσει από τον ουρανό(!).
E. Dodwell, Νοτιοδυτική άποψη του Ερεχθείου, 1805
Όλα τα ιερά της Ακρόπολης καταστράφηκαν από τους Πέρσες το 480 π.Χ., όταν κατέλαβαν την Αθήνα. Όταν αργότερα οι Έλληνες θα νικήσουν τους Πέρσες, οι Αθηναίοι αφού πρώτα θάψουν τα συντρίμμια των αρχαίων ιερών στις κοιλότητες του βράχου, επισκευάζουν τον αρχαίο ναό για να συνεχιστεί η λατρεία της Αθηνάς.
Το Ερέχθειον με την μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα κτίστηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. Αρχικά, είχε διατηρήσει την ονομασία των παλαιότερων ναών της περιοχής και αναφερόταν ως «αρχαίος νεώς». Εκεί, άλλωστε, θα βρισκόταν τώρα το ξόανο της Αθηνάς. Πολύ αργότερα ονομάστηκε Ερέχθειον, από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα.
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς στον συγκεκριμένο ναό είναι το εντελώς ιδιόμορφο σχήμα του, που δεν έχει καμία σχέση με τους άλλους γνωστούς ελληνικούς ναούς. Ο πρώτος λόγος για την ιδιαίτερη αυτή μορφή του ήταν ότι ο ίδιος ο χώρος δεν είναι ομαλός και απαιτούσε το κτίσμα να βρίσκεται σε διαφορετικά επίπεδα. Έπρεπε όμως να κτιστεί στον συγκεκριμένο τόπο προκειμένου να συμπεριληφθούν εντός των ορίων του όλα τα «θεία σημεία» του τόπου από τις λατρείες του παρελθόντος. Ενώ, τέλος, πιστεύεται ότι ήταν και ο ίδιος ο χαρακτήρας των μυστικών λατρειών που τελούνταν στο ναό που επέβαλαν το ιδιαίτερο σχήμα του.
Ο ναός ήταν βασικά αφιερωμένος στην λατρεία των δύο σημαντικότερων θεών της Αθήνας, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Η Αθηνά λατρευόταν ως Πολιάς (προστάτις της πόλης), ενώ ο Ποσειδώνας που είχε ταυτιστεί με τον Ερεχθέα, τον οποίο σύμφωνα με μια μυθολογική διήγηση είχε σκοτώσει, λατρευόταν ως Ποσειδώνας-Ερεχθέας.
Το δυτικό τμήμα του ναού ήταν αφιερωμένο στον Ποσειδώνα-Ερεχθέα ο οποίος λατρευόταν με μυστηριακό τρόπο. Επίσης, εκεί λατρευόταν και ο θεός Ήφαιστος, το σπέρμα του οποίου η Αθηνά σκούπισε από τον μηρό της και το έριξε στο έδαφος και στη συνέχεια η Γη γέννησε από αυτό τον Εριχθόνιο, τον οποίο αργότερα θέλησε να αναθρέψει η Αθηνά κρυφά από τους άλλους θεούς.
Αλλά λατρευόταν και ο ήρωας Βούτος, του γένους των Ετεοβουτάδων. Ο Βούτος, όπως και ο Ερεχθέας, ήταν γιοι του Πανδίονα ο οποίος με τη σειρά του ήταν γιος του Εριχθόνιου που είχε γεννηθεί από το σπέρμα του Ηφαίστου. Μετά το θάνατο του Πανδίονα, ο μεν Ερεχθέας κληρονόμησε την βασιλεία, ο δε Βούτος την ιεροσύνη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα-Ερεχθέα.
Στη βόρεια είσοδο του δυτικού τμήματος βρισκόταν ο βωμός του Διός Υπάτου, την λατρεία του οποίου ίδρυσε ο Κέκροπας μετά την διαμάχη του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την κυριαρχία της πόλης. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως σε αυτόν δεν θυσίαζαν ζωντανά πλάσματα ούτε κρασί, αλλά προσέφεραν μόνο γλυκές πίτες.
Εκεί βρισκόταν και το σημάδι από την τρίαινα του Ποσειδώνα από την εποχή που αυτός, κατά την μάχη του με την Αθηνά, είχε χτυπήσει το βράχο και από εκεί είχε αναβλύσει θαλασσινό νερό. Από το πηγάδι μάλιστα που είχε δημιουργηθεί, σύμφωνα με μαρτυρία του Παυσανία, ακουγόταν ήχος κυμάτων, όταν φυσούσε νότιος άνεμος, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη υπόγειας σήραγγας που συνέδεε την Ακρόπολη με τη θάλασσα!
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, κατά την οποία το σημάδι στον βράχο προερχόταν από τον κεραυνό που έριξε ο Δίας και σκότωσε τον Ερεχθέα. Άλλωστε εκεί θεωρούσαν οι Αθηναίοι πως βρισκόταν ο τάφος του Ερεχθέα. Μάλιστα πάνω από το σημείο του τάφου η οροφή ήταν ανοιχτή καθώς το μέρος ήταν ιερό και θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να κλείσει.
Στο νοτιοδυτικό τμήμα βρίσκεται το γνωστότερο τμήμα του ναού, η λεγόμενη «πρόσταση των Κορών» (Καρυάτιδων). Οι Καρυάτιδες ήταν παρθένες χορεύτριες αφιερωμένες στην Άρτεμη που τελούσαν τους ιερούς χορούς τους τοποθετώντας καλάθια πάνω στο κεφάλι τους, γεγονός που παραπέμπει στην μορφή των αγαλμάτων, καθώς και στην πομπή των Αρρηφόρων. Σήμερα στο Ερέχθειον υπάρχουν τα αντίγραφά τους, καθώς οι πρωτότυπες βρίσκονται στο μουσείο της Ακρόπολης, εκτός από μία που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Το τμήμα αυτό του ναού δεν φαίνεται να έχει σχέση με το υπόλοιπο κτίσμα και πιστεύεται πως βρισκόταν εκεί, επειδή κάτω από το δάπεδο της πρόστασης αλλά και δυτικότερα προς το Πανδρόσειον βρισκόταν, σύμφωνα με τον μύθο, ο τάφος του Κέκροπα του ιδρυτή της πόλης. Ο τάφος, που προστατεύεται από μια πλάκα που βρίσκεται κάτω από το δάπεδο, ήταν μάλλον ένας απλός τύμβος από χώμα.
Ο ναός της Πανδρόσου που είναι συνέχεια του Ερεχθείου προς τα δυτικά ήταν αφιερωμένος στην κόρη του Κέκροπα Πάνδροσο, την μόνη από τις αδελφές της (Έρση και Άγλαυρο) που δεν πρόδωσε την εμπιστοσύνη της Αθηνάς, όταν η θεά τους παρέδωσε ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει τον Εριχθόνιο με εντολή να μην το ανοίξουν. Αυτές όμως δεν τήρησαν την εντολή και το άνοιξαν με αποτέλεσμα να τρελαθούν από το θέαμα που αντίκρισαν και να πέσουν από την Ακρόπολη.
Στον χώρο αυτό υπήρχε και ο βωμός του Ερκείου Διός, η λατρεία του οποίου θεωρείται συνέχεια των τελετών που λάμβαναν χώρα στην αυλή του αρχαίου ανακτόρου. Το σπουδαιότερο όμως σημείο του χώρου ήταν η ιερή ελιά της Αθηνάς που φύτρωσε εκεί κατά την γνωστή διαμάχη της με τον Ποσειδώνα και της χάρισε τελικά την κυριαρχία στην πόλη. Για την ελιά αυτή λέει ο Παυσανίας πως κάηκε κατά την πυρπόληση της Αθήνας από τους Μήδους, αλλά πέταξε την ίδια μέρα βλαστό ίσο με δύο πήχεις.
Ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, είχαν εμπλακεί για τα καλά στην φιλονοικία ποιος απο τους δύο θα γινόταν ο προστάτης της πόλης αυτής, οπότε παρρουσιάστηκαν μπροστά στον Κέκροπα και του ζήτησαν να διαλέξει αυτός ποιον απο τους δύο προτιμά.
Κέκροπας-Εριχθόνιος
Αλλά ας προσπαθήσουμε να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, όσο είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι Αθηναίοι καυχώνταν ότι ήταν αυτόχθονες, ότι μητέρα τους ήταν η ίδια η αττική γη. Ο Κέκροπας, ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας ήταν και αυτός ένα ον γεννημένο από τη γη, μισός άνθρωπος και μισός φίδι, όπως άλλωστε υποδηλώνει και το όνομά του που σημαίνει «αυτός που έχει ουρά». Είναι ολοφάνερη η χθόνια ταυτότητα του Κέκροπα και κατ’ επέκταση η ιδιαίτερη σχέση που είχε με τις χθόνιες δυνάμεις είτε αυτές νοούνται ως υπόγεια ενεργειακά ρεύματα, τελλουρικά ρεύματα, ενέργεια βριλ ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα. Το γεγονός ότι ο Κέκροπας ήταν από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι, ίσως συμβολίζει την ανθρώπινη επίγνωση των χθονίων δυνάμεων και την τιθάσευση αυτών με τη χρήση του ανθρώπινου πνεύματος. Η επαφή του με τη γη, καθώς και η ιδιαίτερη σχέση με την θεά Αθηνά παραπέμπει σε μια εποχή όπου η μητριαρχία είχε ακόμη γερά θεμέλια. Εξάλλου, αναφέρεται ότι στην εποχή του Κέκροπα οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου.
Είχε τρεις κόρες, την Άγλαυρο ή Άγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο που τις απέκτησε με τη γυναίκα του που επίσης ονομαζόταν Άγλαυρος, ενώ Άγλαυρος ή Άγραυλος ήταν επίσης και ένα όνομα της Παλλάδος Αθηνάς που είχε σε σκυθρωπές τελετές που θεωρούνταν σαν μυστήρια, όπως μας πληροφορεί ο Κερένυϊ. Η μυστηριώδης, σχεδόν εσωτερική, σχέση του Κέκροπα με την θεά Αθηνά γίνεται αισθητή για άλλη μια φορά. Είναι γνωστή, άλλωστε, η ιστορία που συνδέει την Παλλάδα και τις τρεις κόρες του Κέκροπα με ένα μυστηριώδες παιδί, τον Εριχθόνιο, το οποίο επίσης ξεφύτρωσε από τη γη και συνδεόταν άμεσα με το φίδι (βλ. άρθρο Χ. Οικονομίδη, Άνθρωποι-Φίδια, strange 68). Ο Εριχθόνιος στο ρόλο του μυστικού βρέφους που έπρεπε να μείνει κρυμμένο στο κιβώτιο μακριά από αμύητα μάτια θυμίζει αντίστοιχες τελετουργίες των Ελευσινίων και Διονυσιακών μυστηρίων και σχετίζεται άμεσα μ’ αυτή τη μυστική γνώση. Το όνομα, εξάλλου, του Εριχθονίου συνηχεί παράξενα όμοια τόσο με εκείνο του Ερυσίχθονα, του μοναδικού γιου του Κέκροπα, όσο και με εκείνο του μυθικού ήρωα Ερεχθέα. Όλα τα παραπάνω πρόσωπα μοιράζονται το γεγονός ότι ανατράφηκαν από την Αθηνά και ότι γεννήθηκαν από το εσωτερικό της γης. Επί πλέον, όλοι τους είχαν τη μορφή φιδιού ή έστω σχετίζονταν με τα φίδια. Ο Εριχθόνιος, μάλιστα, ταυτίστηκε με τον οικουρό όφι που είχε φωλιά στο Ερεχθείον.
Η Αθηνά τοποθετεί τον Εριχθόνιο σ' ένα κιβώτιο, βάζοντας δύο φίδια για φύλακες.
Αθηνά Πολιάς
Στην Αθηνά Πολιάδα ήταν αφιερωμένο το ανατολικό τμήμα του ναού. Εκεί βρισκόταν το ιερότερο άγαλμα της Αθηνάς (το οποίο αναφερόταν και ως «είδωλον», «έδος» ή «άγιον βρέτας»). Το άγαλμα ήταν κατασκευασμένο από ξύλο (ξόανο) και η παράδοση έλεγε πως είχε πέσει από τον ουρανό. Για την μορφή του δεν υπάρχουν έγκυρες περιγραφές και έτσι δεν είναι γνωστό το πως απεικονιζόταν η θεά σε αυτό. Πάντως δεν θεωρείται πως είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία και η σπουδαιότητα που του έδιναν οφείλεται περισσότερο στην αρχαιότητά του και την, όπως πίστευαν, ουράνια προέλευσή του . Η ιερότητα του αγάλματος αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε αυτό απευθύνονταν τα Παναθήναια, που είχε αρχικά ιδρύσει σε μυθολογικές εποχές ο Εριχθόνιος (που συχνά ταυτίζεται με τον Ερεχθέα) και είχε αργότερα αναδιοργανώσει ο Θησέας.
Κατά τη διάρκεια της εορτής, οι ιερείς έντυναν το άγαλμα με τον πέπλο, αφού πρώτα τον είχαν μεταφέρει σε όλη την πόλη, τον οποίο είχαν υφάνει κατά την προηγούμενη χρονιά νεαρά κορίτσια 7-11 ετών που ονομάζονταν Αρρηφόροι (οι τα «άρρητα φέρουσαι»), και οι οποίες λάμβαναν μέρος σε άλλη μια παράξενη τελετή τα Αρρηφόρια. Κατά την διάρκεια αυτής, τοποθετούσαν πάνω στο κεφάλι τους το καλάθι με όσα τους έδινε η ιέρεια, χωρίς να ξέρει ούτε αυτή τι είναι ούτε αυτές τι μεταφέρουν, και έφταναν στον περίβολο της Αφροδίτης των Κήπων μέσω ενός υπογείου περάσματος. Εκεί έπαιρναν κάτι άλλο που θα το μετέφεραν πίσω στην Ακρόπολη. Αναφέρεται ότι το καλάθι («κύστη») που περιείχε τα ιερά ερχόταν στην Αθήνα από την Ελευσίνα. Μετά από αυτό ήταν ελεύθερες, καθώς την επόμενη χρονιά θα έπαιρναν τις θέσεις τους άλλες. Τέλος, κατά την διάρκεια της εορτής των «Πλυντηρίων» οι ιερείς αφαιρούσαν τον πέπλο από το άγαλμα και το μετέφεραν στην θάλασσα για να εξαγνιστεί. Η μέρα των Πλυντηρίων, μάλιστα, θεωρείτο από τους Αθηναίους «αποφράδα» και κατά τη διάρκειά της προτιμούσαν να παραμένουν σε απραξία.
Μπροστά στο άγαλμα της Αθηνάς έκαιγε χρυσό λυχνάρι, έργο του Καλλιμάχου, το οποίο γέμιζαν με λάδι μόνο μια φορά το χρόνο, αλλά αυτό αρκούσε για να είναι αναμμένο μέρα-νύχτα στον ενδιάμεσο χρόνο, όπως αναφέρει και πάλι ο Παυσανίας.
Στο εσωτερικό του ναού είχε, επίσης, σύμφωνα με την παράδοση, την φωλιά του ο «οικουρός όφις», το ιερό φίδι της Αθηνάς που προστάτευε τα σπίτια. Μάλιστα, στο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς που υπήρχε στον Παρθενώνα, το φίδι αυτό αναπαρίστατο στο εσωτερικό της ασπίδας της Αθηνάς, κάτω από το αριστερό χέρι της θεάς.
Λατρεία Αθηνάς
Η σχέση της Αθηνάς με τα ερπετά είναι ίσως βαθύτερη απ΄ όσο μπορούμε να κατανοήσουμε. Ίσως βρίσκεται πέρα από την εικόνα του φιδιού ως συμβόλου της σοφίας και της υγείας. Η Αθηνά σ’ όλες σχεδόν τις παραστάσεις απεικονίζεται να φορά χιτώνα από τον οποίο εξέχουν κεφάλια φιδιών. Σε άλλες περιπτώσεις εμφανίζεται να φορά περικεφαλαία από την οποία εξέχουν φίδια, πράγμα που μας φέρνει στο νου τους Αιγύπτιους θεούς και τη σχέση τους με τα ερπετά. Οι Ορφικοί στους ύμνους τους την αποκαλούν δράκαινα. Αλλού αναφέρεται ότι η θεά διέθετε άρμα το οποίο οδηγούσαν φτερωτά ερπετά, ένα μοτίβο κοινό σε πρόσωπα όπως η Δήμητρα, η Περσεφόνη, ο Τριπτόλεμος, η Εκάτη, αλλά και η Μήδεια και η Κίρκη, όλα τους σκοτεινά και μυστηριώδη. Ποια όμως είναι η σχέση που συνδέει τα παραπάνω πρόσωπα με την Παλλάδα Αθηνά, τη θεά της σοφίας;
Η Αθηνά στον ιερό χώρο του Ερεχθείου λατρευόταν τόσο ως Κόρη όσο και ως Μητέρα, φέρνοντάς μας στο νου στις τελετές που γίνονταν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης, η οποία μάλιστα σχεδόν πάντοτε αποκαλούνταν απλώς Κόρη (το γεγονός αυτό ίσως να δικαιολογείται εξαιτίας του φόβου που προκαλούσε ακόμη και η προφορά του ονόματος Περσεφόνη, όπως μαθαίνουμε στον Κρατύλο του Πλάτωνα). Υπήρχε μάλιστα άγαλμα της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη (στο ναό της Αθηνάς Νίκης) που την αναπαριστά να κρατά στο ένα χέρι της ρόδι φέρνοντάς την πιο κοντά στην Περσεφόνη. Προκαλεί εντύπωση, πάντως, πώς μια θεά που λατρευόταν στη συντριπτική πλειοψηφία των ιερών ως Παρθένος και μάλιστα σε διάφορους μύθους «τιμωρούσε» θνητούς που έστω και τυχαία την είχαν αντικρίσει γυμνή (όπως ο Τειρεσίας), μπορούσε να λατρεύεται ως Μητέρα, ως θεά, δηλαδή, της γονιμότητας. Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι συνέβαινε και με την Άρτεμη, την Παρθένο των Δασών, που σε διάφορες περιοχές, όπως για παράδειγμα στην Έφεσο, αναπαρίστατο ως πολύστηθη θεά της γονιμότητας. Ανάλογες αντιλήψεις υπάρχουν και σήμερα, για να υπενθυμίσουμε και τη χριστιανική λατρεία της Παναγίας Παρθένου που όμως είναι ταυτόχρονα και Θεοτόκος. Κι ας μην ξεχνάμε ότι ο ιερός χώρος του Άθω ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη πριν αφιερωθεί στην Παναγία.
Αυτή η δυαδικότητα των λατρευομένων προσώπων μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις δυο όψεις της σελήνης (γέμιση-πανσέληνος) και φαίνεται να υπαινίσσεται τον ουσιαστικά δισυπόστατο χαρακτήρα μίας και της αυτής θεότητας και σχετίζεται άμεσα τόσο με τη γη όσο και με τη σελήνη. Υποδεικνύει τις διαφορετικές εμφανίσεις της θηλυκής αρχής, της δεκτικής, της σεληνιακής, της γήινης, της μαγικής σε αντίθεση και συμπλήρωση με την αρσενική αρχή, την ενεργητική, την ηλιακή, την ουράνια, τη λογική.
Ιερές Τριάδες
Η θηλυκή αρχή, πάντως, φαίνεται να εκφράζεται στη μυθολογία συχνότερα με τριάδες, οι οποίες φανερώνουν τις τρεις όψεις της σελήνης και τις τρεις υποστάσεις της θηλυκής θεότητας. Έτσι έχουμε τη γέμιση, την πανσέληνο και τη χάση να αντιπροσωπεύονται από την Κόρη, την Μητέρα και την Γραία αντίστοιχα. Αυτές οι συμβολικές τριάδες πολλές φορές ταυτίζονται μεταξύ τους, καθώς τα μέλη τους μοιράζονται συχνά τα ίδια ονόματα ή τουλάχιστον ονόματα με ποιοτική ομοιότητα στη σημασία, ιδιότητες, μορφή ή άλλοτε γονείς ή προγόνους. Οι τριάδες αυτές φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μυθολογικού και κοσμολογικού σύμπαντος της αρχαιότητας και διατήρησαν για μακρό χρονικό διάστημα την αίγλη τους κάτω από διάφορα προσωπεία.
Μια τέτοια τριάδα αποτελούσαν παλαιότερα η Αθηνά, η Άρτεμη και η Περσεφόνη, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι τρεις θεές σχετίζονταν κάποτε στενότερα, ενώ μεταγενέστερα ο σύνδεσμός τους άρχισε, τουλάχιστον φαινομενικά, να χαλαρώνει. Στον μύθο για την αρπαγή της Περσεφόνης, αναφέρεται ότι η Περσεφόνη μάζευε λουλούδια με τις Ωκεανίδες, την Άρτεμη και την Αθηνά, λίγο πριν την αρπάξει ο Άδης για να την μεταφέρει στον Κάτω Κόσμο. Ανάλογες θηλυκές τριάδες κατακλύζουν την μυθολογία μας και όλες φαίνονται να σχετίζονται μεταξύ τους μέσα από λαβυρινθώδη μονοπάτια. Μια άλλη σημαντική τριάδα ήταν οι Μοίρες. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρες της Νυκτός η οποία σύμφωνα με τους Ορφικούς ήταν η ίδια μια τρισυπόστατη θεότητα μπροστά στην οποία ακόμα και ο ίδιος ο Ζευς ένιωθε δέος. Όπως η Νυξ, έτσι και οι Μοίρες διέθεταν μαντικές ικανότητες και γνώριζαν το μέλλον. Ο Όμηρος, πάντως, αναφέρεται σε μία Μοίρα γεγονός που ίσως υπαινίσσεται ότι η τριαδικότητα ουσιαστικά υποδήλωνε τις διαφορετικές ιδιότητες μίας θεότητας, με τον αριθμό τρία να σχετίζεται με τις φάσεις σελήνης και τις διαφορετικές επιδράσεις της καθεμιάς στον κόσμο μας. Κόρες της Νυκτός ήταν και οι Εσπερίδες που πολύ συχνά εμφανίζονται να είναι τρεις καθώς και οι Χάριτες (κατά μία εκδοχή). Τριάδες σχημάτιζαν και οι Γραίες, οι Ερινύες ή Ευμενίδες, οι Σειρήνες (κόρες της Περσεφόνης κατά μία εκδοχή), οι Ώρες, οι Άρπυιες και οι Γοργόνες. Περισσότερος λόγος θα γίνει για τη Γοργόνα Μέδουσα, καθώς η σχέση της με τη θεά Αθηνά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Τρεις ήταν και οι κόρες του Κέκροπα, όπως αναφέρθηκε, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την Αθηνά και τις τελετές που γίνονταν προς τιμήν της στο Ερέχθειον. Τριπλή υπόσταση, αποδιδόταν, τέλος, και στην Εκάτη, τη σκοτεινή θεά στην οποία ο Ζευς παραχώρησε εξουσία επί της γης, της απέραντης θάλασσας και του αστρόσπαρτου ουρανού. Πρόκειται για μια θεά που σχετίζεται έντονα με τη Σελήνη, όπως και με τη θάλασσα και τον κάτω κόσμο, κάτι που καταδεικνύεται από την τριπλή κυριαρχία της και την φέρνει κοντά στη Νύκτα, την Περσεφόνη και παραδόξως και στην Αθηνά.
Αθηνά-Μέδουσα
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία της Μέδουσας, της Γοργούς, η σχέση της οποίας με την Αθηνά είναι πολύ πιο φανερή και άμεση. Οι Γοργόνες, σύμφωνα με τον Ησίοδο, κατοικούσαν πιο πέρα από τις αδερφές τους, τις Γραίες, σε κατεύθυνση προς τη Νύχτα, πάνω από τον ουρανό όπου μένουν οι ευάρεστες τραγουδίστριες Εσπερίδες. Κάπως αινιγματική τοποθεσία θα λέγαμε. Από τις τρεις αδερφές, η τρίτη, η Μέδουσα ήταν η μόνη θνητή. Το όνομά της σχετίζεται με τη θάλασσα και σημαίνει «εξουσιάστρια». Όπως μαθαίνουμε από τον Κερένυϊ και ο ίδιος ο Ποσειδώνας αποκαλούνταν πολύ συχνά με τον αρσενικό τύπο του ονόματος της Μέδουσας (μέδων) ως εξουσιαστής της θάλασσας. Ο Ποσειδώνας, εξάλλου, παρουσιάζεται και ως σύζυγος της Μέδουσας με την οποία ενώθηκε παίρνοντας τη μορφή αλόγου, καθώς η Μέδουσα συχνά αναπαρίσταται ως φοράδα. Αυτή η ένωση αναπόφευκτα θυμίζει την αντίστοιχη ένωση του Ποσειδώνα και της Δήμητρας με τη μορφή αλόγων, υπογραμμίζοντας τη βαθύτερη σχέση μεταξύ αυτών των προσώπων, που φτάνει μέχρι τα μυστήρια. Από την ένωση, μάλιστα, Ποσειδώνα και Δήμητρας με τη μορφή αλόγων και ενώ η Δήμητρα ήταν Ερινύς, δηλαδή, οργισμένη, γεννήθηκε μία σκοτεινή κόρη της οποίας το όνομα δεν είναι γνωστό, καθώς δεν επιτρεπόταν να προφερθεί έξω από τα μυστήρια.
Ας μην ξεχνάμε και τη σχέση του Ποσειδώνα με την Αθηνά μέσα από την έριδά τους για την πόλη των Αθηνών, την ταύτιση του Ποσειδώνα με τον χθόνιο ήρωα Ερεχθέα και την αναμφισβήτητη σχέση όλων των παραπάνω με το αρχέγονο σύμβολο του ερπετού το οποίο, εξάλλου, σχετίζεται τόσο με τη γη όσο και με το νερό. Και η ίδια η Αθηνά, άλλωστε, ήταν θαλάσσια θεότητα στην καταγωγή της, καθώς η σύμφωνα με μία εκδοχή μητέρα της η Μήτις ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και μπορούσε να παίρνει διάφορες μορφές, όπως άλλες θαλάσσιες οντότητες (π.χ. ο Πρωτέας). Εξάλλου, η προσωνυμία Τριτογένεια που αποδιδόταν στην Αθηνά δήλωνε αρχικά ότι η θεά γεννήθηκε από το ίδιο το νερό και πιο συγκεκριμένα από την λίμνη Τριτωνίδα. Η προσωνυμία αυτή της θεάς, ωστόσο, ίσως δηλώνει ταυτόχρονα και την τριπλή της υπόσταση, τα τρία της γένη. Ολοφάνερη, πάντως, είναι εδώ η ομοιότητα και με το όνομα του Τρίτωνα, του γνωστού θαλάσσιου όντος που υπήρξε γιος του Ποσειδώνα και εραστής της Εκάτης.
Έναν ανάλογο με της Μέδουσας τύπο ονόματος που υποδήλωνε τη θαλάσσια κυριαρχία είχε και ο Περσέας, ο κατά μία μυθολογική εκδοχή φονιάς της θρυλικής γοργόνας. Αυτόν τον μυθολογικό ήρωα, λοιπόν, η μητέρα του Δανάη τον αποκαλούσε Ευρυμέδοντα. Σύμφωνα, ωστόσο, με μια άλλη εκδοχή την Μέδουσα φόνευσε η ίδια η Αθηνά. Όπως και να ’χει, το γοργόνειο (που πρέπει να ήταν κάτι σαν προσωπείο περισσότερο παρά πρόσωπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αναφορά ότι η Μέδουσα ήταν καλλιπάρειος, είχε, δηλαδή, όμορφα μάγουλα) κατέληξε στο στήθος ή στην ασπίδα της Αθηνάς. Ο Κερένυϊ αναφέρει ότι τόσο η θεά Άρτεμη όσο και η Δήμητρα οργισμένη (Ερινύς) είχαν το γοργόνειο σαν κάτι δικό τους. Αναφέρεται, επίσης, σαν αμυντικό όπλο το οποίο διέθετε η Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο. Οι Ορφικοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη γοργόνειο ως ονομασία για το χλωμό και παγερό πρόσωπο της Σελήνης. Πέρα όμως από το γοργόνειο, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, και η αιγίδα, ο γνωστός θώρακας της Αθηνάς, ανήκε στη Μέδουσα πριν καταλήξει στην προστάτιδα θεά των Αθηνών, γεγονός που παραπέμπει και πάλι στη σχέση της Μέδουσας και της Αθηνάς με τη θάλασσα, καθώς η λέξη αίγα χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηριστούν τα κύματα, πολύ πριν το άλογο καταστεί θαλάσσιο σύμβολο (ας θυμηθούμε και τον Αιγέα και το Αιγαίο πέλαγος). Η Αθηνά, ωστόσο, λατρευόταν και ως Ιππία αποκτώντας έτσι ίσως μια πιο ξεκάθαρη θαλάσσια πτυχή. Εξάλλου πολλές θαλάσσιες νύμφες έφεραν ονόματα που σχετίζονταν με το άλογο, όπως Ιππώ, Ιππονόη κτλ.
Ο Περσέας με το κεφάλι τής Μέδουσας. Δημιουργία τού Μπενβενούτο Τσελίνι. Φλωρεντία.
Μέδουσα –Περσέας
Η ιστορία του Περσέα και της Μέδουσας παρουσιάζει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία που όμως θα ήταν αδύνατο να αναλυθούν εδώ, γι’ αυτό θα περιοριστούμε στην επισήμανση μερικών συνδέσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε παράξενα συμπεράσματα. Ο Περσέας ήταν γιος της Δανάης και του Διός και το όνομά του υποδηλώνει το φως του ήλιου. Το αντίστοιχο όνομα θηλυκού γένους, π.χ. Περσηίς, υποδηλώνει το φως της σελήνης. Περσαίος ονομαζόταν ο κατά μία εκδοχή πατέρας της Εκάτης, ενώ η ίδια συνδέεται στενότατα με την Περσεφόνη ή Περσέφασσα. Η ρίζα των παραπάνω ονομάτων, αν και κοινή, φαίνεται να αλλάζει πολικότητα ανάλογα με το αν το όνομα ανήκει σε εκπρόσωπο του αρσενικού ή θηλυκού φύλου. Όταν αναφέρεται σε άνδρες σημαίνει τον ήλιο, την ενεργητικότητα, τη λογική και όταν αναφέρεται σε γυναίκες δηλώνει τη σελήνη, την παθητικότητα (δεκτικότητα), τη διαίσθηση.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία των μύθων, οι διάφορες θεότητες ουσιαστικά ταυτίζονται τόσο με τους ήρωες που βοηθούν όσο και με τους αντιπάλους τους (Ήρα-Ηρακλής, Αθηνά-Παλλάς, Αθηνά-Αράχνη, Ποσειδώνας-Ερεχθέας). Αυτοί οι χαρακτήρες λειτουργούν σαν alter ego της θεότητας και είτε υποδηλώνουν διαφορετικές πτυχές της θεότητας, πιο μυστικές ίσως, είτε μια μυητική πορεία του ίδιου του ανθρώπου προς τη θέωση, είτε ακόμη και διάφορα συμπαντικά τεκταινόμενα. Ο Περσέας φαίνεται να ταυτίζεται τόσο με την Αθηνά όσο και με τη Μέδουσα. Εξάλλου, όπως είδαμε, η μητέρα του Δανάη τον αποκαλούσε με ένα όνομα που αντιστοιχεί σ’ αυτό της Μέδουσας και του Ποσειδώνα ως συζύγου της Μέδουσας. Ο Περσέας αποκαλύπτεται ως φονιάς και σύζυγος της Μέδουσας, όπως σημειώνει και ο Κερένυϊ. Ο Περσέας παρουσιάζει ομοιότητες και με την Αθηνά. Η σύλληψή του έγινε μέσα σ’ έναν υπόγειο χάλκινο θάλαμο στον οποίο ο Ζευς εισήλθε με τη μορφή χρυσής βροχής. Χρυσή βροχή λέγεται ότι έπεσε με διαταγή του Διός και τη στιγμή που ήλθε στον κόσμο η Αθηνά ξεπροβάλλοντας πάνοπλη από την κεφαλή του θείου πατρός. Η Αθηνά ταυτίζεται και με τη Μέδουσα έως ένα σημείο. Ιδιαίτερα σε αρχαιότερες παραστάσεις η Αθηνά παρουσιάζεται ως φτερωτή θεότητα από τον χιτώνα της οποίας ξεπροβάλλουν φίδια πλησιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις φρικτές μορφές των Ερινύων και των Γοργόνων που, όπως είδαμε, παρουσιαζόταν συνήθως σε τριάδες και συνδέονταν με τη Σελήνη. Μ’ αυτή την όψη έρχεται πιο κοντά και σ’ αυτή ακόμη τη μορφή της Εκάτης. Εξάλλου, παραδίδεται τόσο για την Εκάτη, όσο και για τη Μέδουσα ότι ουσιαστικά ήταν ανδρόγυνες οντότητες, καθώς φαίνεται ότι διέθεταν και φαλλό. Αυτό θυμίζει ανατολικές θεότητες της γονιμότητας, όπως αυτή της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να ισχύει και για την Αθηνά, καθώς ορφικοί ύμνοι αναφέρουν ότι γεννήθηκε και αρσενική και θηλυκή. Ο Περσέας σ’ αυτή την περίπτωση φαίνεται να λειτουργεί σαν την αρσενική πλευρά της Αθηνάς και της Μέδουσας ή μάλλον της Αθηνάς / Μέδουσας. Ως ερμαφρόδιτος θεός όμως παρουσιαζόταν και ο Διόνυσος υποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την τελειότητα της φύσης του. Σύμφωνα με τον μύθο, μάλιστα, ο φαλλός του (ή η καρδιά) ήταν το περιεχόμενο του ιερού καλαθιού των μυστηρίων. Ήταν το μέλος εκείνο του διαμελισμένου Διονύσου που προστάτευσε η Παλλάς Αθηνά.
Ο Ερεχθέας μαθαίνει από τις κόρες του, την Πρόκριδα, την Κρέουσα και τη Χθονία την αρπαγή της Ωρείθυιας από το Βορέα.
Ερεχθέας και Ελευσίνια Μυστήρια
Γι’ άλλη μια φορά η περιπλάνηση στα λαβυρινθώδη μονοπάτια της μυθολογίας μας οδηγεί στο λεπτό εκείνο νήμα που φαίνεται να διατρέχει και να συνδέει όλους τους μύθους που αποτελούσαν κλειδιά των μυστηρίων. Τα Διονυσιακά και τα Ελευσίνια Μυστήρια δείχνουν να συνδέονται με τις μυστικές τελετές που λάμβαναν χώρα στον ιερό τόπο του Ερεχθείου. Εξάλλου, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, ο Ερεχθέας ήταν εκείνος που με τη νίκη του επί των Ελευσινίων ήταν υπεύθυνος για την από κοινού τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων με τους Αθηναίους. Σε τραγωδία του Ευριπίδη παρουσιάζεται να πετυχαίνει τη νίκη επί των γιων του Ποσειδώνα χάρη στη θυσία των τριών θυγατέρων του και κυρίως της Χθονίας. Εμφανίζεται λοιπόν ξανά η περίφημη τριάδα που μας θυμίζει όλες τις προηγούμενες και κυρίως τις τρεις κόρες του Κέκροπα. Οι παρθένες αυτές με τη θυσία τους ενδύονται το ρόλο της Περσεφόνης και καταστερώνονται ως Υάδες (ένας αστερισμός που διαδραματίζει το δικό του ιδιαίτερο ρόλο σε διηγήματα του Λαβκραφτικού κύκλου αλλά και σε προγενέστερους συγγραφείς του Φανταστικού όπως οι Α. Μπηρς και Ρ. Τσέημπερς
Εκτός από την παράδοση που θέλει τον Ερεχθέα αντίπαλο του Ποσειδώνα υπάρχει, λοιπόν, και μια άλλη που τον θέλει αντίπαλο των γιων του Ποσειδώνα που ξεκίνησαν από την Λιβύη σε άχρονους καιρούς για να εγκατασταθούν μετέπειτα στη Θράκη και ως Θράκες πλέον έφτασαν στην Ελευσίνα και καθιέρωσαν τα Μυστήρια. Ο γιος του Ποσειδώνα Εύμολπος, μάλιστα, λέγεται ότι διδάχθηκε τα Μυστήρια από την ίδια τη θεά Δήμητρα. Η Λίβυα καταγωγή των γιων του Ποσειδώνα καταδεικνύει (σύμφωνα με τον Π. Ροδάκη) ότι επρόκειτο για κάποια φυλή των Υξώς, όπως ήταν οι Καδμείοι και οι Φοίνικες. Οι Υξώς ή αλλιώς οι «Ποιμένες Βασιλιάδες» ήταν μια φυλή η ταυτότητα της οποίας καλύπτεται από αρκετό μυστήριο. Έφτασαν στην Αίγυπτο ως ξένοι εισβολείς και διαμόρφωσαν τη λατρεία του θεού Σετ κατά τα δικά τους πρότυπα αντιπαραθέτοντας αυτόν τον σκοτεινό θεό στον αδελφό του, τον φωτεινό Όσιρι. Ο Σετ αποτελούσε ουσιαστικά μία άλλη όψη του ίδιου του Όσιρι (Άρχοντα του Κάτω Κόσμου) πιο σκοτεινή και σχετιζόταν άμεσα με τα φίδια. Οι Υξώς μετά την κυριαρχία τους επί της Αιγύπτου και της Λιβύης κατάφεραν να εξαπλωθούν σε ολόκληρη την Μ.Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων και αναστατώσεων μετακινήθηκαν προς τον Ελλαδικό χώρο φέρνοντας μαζί τους και τις παράξενες τελετουργίες τους. Ως Θράκες εγκατεστημένοι στην Ελευσίνα, οι Υξώς που κατάγονταν από τον Εύμολπο (τον καλλίφωνο) έδιναν τον Ιεροφάντη των Ελευσινίων Μυστηρίων, ο οποίος κατά τη διάρκεια των τελετών ονομαζόταν και Ποσειδώνιος υπενθυμίζοντας την καταγωγή του από τον θεό της θάλασσας και την χώρα του την Λιβύη. Ένα από τα καθήκοντα του Ιεροφάντη ήταν να στέλνει στην Αθήνα την κίστη με τα ιερά.
Από τη Λιβύη καταγόταν, σύμφωνα με μία παράδοση, τόσο η Μέδουσα, όσο και η ίδια η Αθηνά. Από την ίδια χώρα αντλούσε την καταγωγή της και η σκοτεινή φυλή που αναφέρεται σε αυθεντικό απόσπασμα του Λατίνου συγγραφέα Γάιου Ιούλιου Σολίνου και αποτέλεσε έμπνευση για τον γνωστό συγγραφέα του Φανταστικού, Άρθουρ Μάχεν, στην ανησυχητική και ενδιαφέρουσα «Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίδας». Στο απόσπασμα αυτό αναφέρεται ότι ο παράξενος αυτός λαός «κατοικεί σε απόμακρους και μυστικούς τόπους, και ιερουργεί μυαρά μυστήρια σε άγριους λόφους». Οι εκπρόσωποι αυτής της φυλής παρουσιάζονται σχεδόν εξωανθρώπινοι. Αγνοούν τις ανθρώπινες συνήθειες, σφυρίζουν σαν ερπετά αντί να μιλούν και απεχθάνονται τον ήλιο (deum lucis στο πρωτότυπο), γεγονός που ίσως υποδηλώνει μία απέχθεια για τον θεό του φωτός, τον συμβολικό ήλιο. Και οι Υξώς, όπως είδαμε, έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τον σκοτεινό φιδοθεό Σετ σε αντίθεση με τον φωτεινό Όσιρι. Ο Σολίνος αναφέρει, επίσης, ότι η φωνή αυτών των ανθρώπων ήταν άγρια και το άκουσμά της προκαλούσε τον τρόμο. Λάτρευαν μία πέτρα την οποία ονόμαζαν Εξηκοντάλιθο, επειδή είχε χαραγμένα επάνω της εξήντα γράμματα. Αναφέρεται και ένα δεύτερο όνομα αυτής της μυστηριώδους πέτρας το οποίο ήταν μυστικό και απαγορευόταν να το προφέρει κανείς. Ο Σολίνος, ωστόσο, το γνωρίζει και το παραδίδει. Το όνομα αυτό είναι «Ιξαξάρ» (Ixaxar) και η προφορά του παραπέμπει στην σφυριχτή, φιδίσια ομιλία αυτών των παράξενων ανθρώπων.
Ο Άρθουρ Μάχεν στα περισσότερα διηγήματά του προσπαθεί να δει πίσω από τους μύθους και τις παραδόσεις, πίσω από τα προσωπεία και να αποκαλύψει την αληθινή και ανείπωτα αρχέγονη φύση των οντοτήτων που κρύβονται πίσω από θεούς, νύμφες, τέρατα και νεράιδες. Στη Νουβέλα της Μαύρης Σφραγίδας, όπου η Μαύρη Σφραγίδα ταυτίζεται με την μυστηριώδη Εξηκοντάλιθο, ο Μάχεν ερευνά την αληθινή φύση του κέλτικου «Μικρού Λαού» που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον αινιγματικό λαό της Λιβύης που περιγράφει ο Σολίνος. Η φύση αυτή γίνεται πιο εμφανής στα χαρακτηριστικά των απογόνων που προκύπτουν από τις αφύσικες ενώσεις τους με ανθρώπους. Οι καρποί τέτοιων ενώσεων παρουσιάζονται ερπετοειδείς κάτω από το ανθρώπινο περίβλημά τους, παραπέμποντας για άλλη μία φορά στις φιδίσιες και δρακόντειες παραδόσεις των μυστικών πεδίων γνώσεως που κρύβονται σε όλους σχεδόν τους μύθους παγκοσμίως και δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν από την τόσο πλούσια ελληνική μυθολογική παράδοση.
Επίλογος
Μέσα σε δαιδαλώδεις διαδρόμους τα προσωπεία δείχνουν να εναλλάσσονται και τα πρόσωπα απομακρύνονται και χάνονται πίσω από τις σκιές. Το Ερέχθειον φαίνεται να είναι ένας τέτοιος ιερός τόπος που το μυστήριο ξεγλιστρά επιδέξια αφήνοντας πίσω του μόνο εικασίες. Με όποιον τρόπο και αν έγιναν οι παραπάνω συνδέσεις, ωστόσο, δείχνουν να οδηγούν σε μια στενή σχέση προσώπων όπως η Αθηνά, η Δήμητρα, η Περσεφόνη, ο Περσέας, η Μέδουσα, ο Ποσειδώνας, ο Ερεχθέας, ο Εριχθόνιος και αν ψάξουμε περισσότερο θα βρούμε σίγουρα και άλλα. Φαίνεται ότι όλες οι λατρευόμενες θεότητες, ιδιαίτερα εκείνες που συνδέονται με Μυστήρια, αποτελούν αντανάκλαση η μία της άλλης διατηρώντας, ωστόσο, την διαφοροποιημένη και διακριτή λειτουργία τους μέσα στα πλαίσια του μύθου. Όπως τα επτά χρώματα της ίριδας συνθέτουν το λευκό φως χωρίς να χάνουν την ταυτότητά τους μέσα στο σύνολο, έτσι και οι ανθρωπομορφικές λατρευόμενες δυνάμεις ουσιαστικά συνθέτουν ένα σύνολο του οποίου αποτελούν ξεχωριστές εκφάνσεις. Η κάθε θεότητα την ίδια στιγμή περιέχει τα χαρακτηριστικά του συνόλου διατηρώντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο προκειμένου να διευκολύνεται η εκδήλωσή της στην ανθρώπινη συνείδηση. Τα Μυστήρια ουσιαστικά φαίνεται ότι αποκάλυπταν την πραγματική φύση του θείου που είναι ταυτόχρονα αρσενική και θηλυκή, φωτεινή και σκοτεινή, ενεργητική και παθητική, λογική και μαγική.
Αυτό τον ρόλο διαδραματίζουν και οι φαινομενικά άσχετες με τα μυστήρια διηγήσεις, καθώς και η ποικιλομορφία των μύθων με τις χιλιάδες παραλλαγές. Αυτό το ίδιο μυστικό φαίνεται να κρυβόταν κωδικοποιημένο στο γνωστικό πεδίο που συμπεριλάμβανε θεότητες με ανδρόγυνα χαρακτηριστικά, τελετές γονιμότητας, ιερούς γάμους, φίδια και μυστηριώδη παιδιά κλεισμένα σε καλάθια.
Εμείς σ’ αυτή την εξερεύνηση απλά αγγίξαμε με τα ακροδάχτυλά μας τον πέπλο του μυστηρίου και νιώσαμε φευγαλέα την υφή του σαν μέσα σε όνειρο. Ο δρόμος που ξανοίγεται είναι μεγάλος και δύσβατος και χρειάζεται απίστευτη δύναμη για την φαινομενικά απλή κίνηση που απαιτείται για να παραμερίσει ο πέπλος και να αντικρίσουμε το αληθινό πρόσωπο της θεάς.