Pages - Menu

Λουκιανός ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α΄ΜΕΡΟΣ)

ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ (Α΄ΜΕΡΟΣ)- Λουκιανός

Χαρακτηρίστηκε , ως το πρώτο έργο  επιστημονικής φαντασίας, της ανθρωπότητας και γράφτηκε τον 2ο μ. Χ αι.

H διάθεση του Λουκιανού είναι σατιρική και περιπαικτική, απέναντι στους διάφορους συγγράφοντες , που ανενδοίαστα τερατολογούν, παρουσιάζοντας ανύπαρκτες ιστορίες , ως αληθινές. Μιά απίστευτη πλοκή, που περιλαμβάνει τα πάντα. Από διαστρικό πόλεμο, μέχρι ταξίδι στην κοιλιά ενός κήτους. Ο πνευματώδης Λουκιανός , μές απ΄τα βάθη των αιώνων, μας κλείνει πονηρά , το μάτι και μας λέει “Προσοχή, κυκλοφορούν πάντα , κάποιοι δήθεν ιστορικοί, δήθεν φιλόσοφοι, δήθεν πολιτικοί, δήθεν ήρωες, που σας σερβίρουν, απίστευτες μπούρδες”. Μάθετε να ξεχωρίζετε την αλήθεια από το ψέμμα.
Kαθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι εις τας σωματικάς ασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν των, αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως το σπουδαιότερον μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέτας νομίζω ότι, αφού κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων, πρέπει ν’ ανακουφίζουν το πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερον διά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις, αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά της χάριτος και της ευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και ιδέας ευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέαν και περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον της υποθέσεως και του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέ διότι ψεύματα διάφορα με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν, αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδεί τινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα οποία έγραψαν μερικοί από τους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους οποίους και με τα ονόματά των θα ηδυνάμην ν’ αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δεν εμαντεύοντο.

Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και των κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσε διηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού πολλά παράδοξα• αλλ’ αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν του όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες, περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα. Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου την δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των συντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία εκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόν ανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων δεν τους κατέκρινα πολύ διά το ψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον το μετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ’ εθαύμαζα πώς επίστευον ότι τα ψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των αναγνωστών. Διά τούτο και εγώ θέλων από κενοδοξίαν ν’ αφήσω κάτι εις τας επερχομένας γενεάς, διά να μη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της διηγήσεως μύθων, μη έχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου συνέβη τίποτε αξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τους άλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ. Ούτω δε πιστεύω ότι θ’ αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού ο ίδιος ομολογώ ότι δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων, τα οποία ούτε είδα, ούτε έπαθα, ούτε παρ’ άλλων έμαθα και τα οποία προσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν, ούτε και ηδύναντο να συμβούν,  διό και συνιστώ εις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν κατ’ ουδένα τρόπον.



Ηράκλειες στήλες, Γιβραλτάρ
Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο λόγος δε και ο σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα πράγματα και να μάθω που τελειώνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι κατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους, έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν’ αντέχη εις μακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον.

Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστε η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην, κατά την ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματα υψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο δυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν• την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει. Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν και διηρέθημεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το πλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον.


Αφού δ’ επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από της παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή με γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο, έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν, επροχωρήσαμεν• μετ’ ολίγον δε εφθάσαμεν εις ποταμόν, όστις έρρεεν οίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ και άφθονον το ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες τα σημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις τα αναφερόμενα υπό της στήλης, ότι ο Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην.
Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο ποταμός, επροχώρησα αντιθέτως προς το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν ευρήκα, αλλά πολλά και μεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν εκάστου έσταζεν οίνος διαυγής κ’ εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός. Ήσαν και ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και την γεύσιν του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ’ εφάγαμεν απ’ αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ’ έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν.


Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ’ ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτο παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ’ όλα τέλειαι μέχρι των λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην, όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν’ αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ’ ην στιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα άκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά και επί των κεφαλών των αντί κόμης είχον έλικας κλημάτων και φύλλα και σταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων και μας εδεξιούντο• και άλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και αι περισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ’ εφιλούντο ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια, ησθάνοντο πόνον κ’ εφώναζαν. Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήν επιμιξίαν μεθ’ ημών αλλά δύο εκ των συντρόφων μας, οίτινες τας επλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ’ είχον δεθή από τα αιδοία• συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ’ ολίγον από τους δακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δεν θα εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί.

Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον διηγήθημεν εις εκείνους τους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των συντρόφων την αμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ του ποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν.


Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ σφοδρόν το δε μεσημέρι, όταν πλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης κυκλών, ο οποίος περιέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος τριών περίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις την θάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου, όστις εφούσκωνε τα πανιά του.

Αφού δ’ επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος.

Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν ημέραν δεν εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ’ ενύκτωσεν εφάνησαν και άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι, έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις και ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον η γη, εις την οποίαν κατοικούμεν.

Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν, αλλά καθ’ οδόν μας συνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε άνθρωποι ιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα. Διότι είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θα εννοηθή δε το μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόν αυτών είνε μακρότερον και παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου. Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώραν και αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον οδηγούν προς τον βασιλέα• άμα δε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο δε βασιλεύς όταν μας είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόν είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν, είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Του διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα δικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και ανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθα ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην.

Μας είπε να είμεθα ήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι θα μας παρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόν πέρας τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τον ήλιον, θα περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν». Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας άλλοτε ποτέ τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίαν εις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ’ ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και επετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ Σελήνης και Εωσφόρου διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δεν ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστον ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησις γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης.

Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα• αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν και ετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι ανήγγειλαν ότι οι εχθροί πλησιάζουν.

Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις εκατόν χιλιάδας, χωρίς να υπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί και οι ξένοι σύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δε χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα τεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά πτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει εις επικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη τριάκοντα χιλιάδες Ψυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων οι Ψυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνε δε μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοι είνε πεζοί, αλλά πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακρά υποκάμισα, τα οποία φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπως τα πλοία. Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}. Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι. Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησα να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν τερατώδη και απίθανα.
 

Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος• οπλισμόν δε είχον όλοι τον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί επάνω είνε μεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα• συρράπτοντες τους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι φλοιοί των λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δε και τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μάχης, παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και ο βασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ’ αυτών• εις δε το αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οι σύμμαχοι. Οι δε πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια, παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύται διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση την Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ’ εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα τούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ’ αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε αρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι.

Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι Ιππομύρμηκες, μεταξύ δε αυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία μέγιστα και πτερωτά, τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το μέγεθος• διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντο δε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί, ιδίως με τα κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπου χιλιάδες. Εις το δεξιόν δε κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οι οποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντες μεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί• διότι εκ μακράς αποστάσεως εξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος δεν εσώζετο, αλλά μετ’ ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ της πληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας. Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα χιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας από μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών. Πλησίον αυτών εστάθησαν οι Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τον Φαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου, πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρες σκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι επάνω εις βελανίδια πτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οι σφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οι Νεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή, που να μη έφθαναν• αλλ’ οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι ο Φαέθων οργισθείς επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και του Φαέθοντος η δύναμις.

Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και από τα δύο στρατεύματα οι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς) συνεπλάκησαν και εμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη εις φυγήν, χωρίς ν’ αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τους κατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μας αριστερόν και οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρους μέχρι της γραμμής των πεζών• αλλ’ εδώ με την βοήθειαν και τούτων οι εχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν, μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόν αυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω έγινε γενική και πολλοί ηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα έρρεεν άφθονον εις τα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα βλέπομεν από την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις την Γην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβη κάτι τοιούτον επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διά τον θάνατον του Σαρπηδόνος.


Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο τρόπαια, το μεν της πεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί των νεφών. Αλλά μετ’ ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι, τους οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησαν πλησιάζοντες• και ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά το ήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθος οι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου από του μέσου και άνω {6}οι δε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν γράφω, τίποτε περί του πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι ήσαν. Ως αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι των είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν• παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών, τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν και την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεα κατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον.

Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την πόλιν αλλ’ επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου και Σελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις την Σελήνην. Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις της Σελήνης και υπό νυκτός διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο Φαέθων έκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δεν ηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις την εκδίκησιν• την επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη με την εξής συνθήκην• «Οι Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προς τους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών ότι οι μεν Ηλιώται θα κατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα εισβάλουν πλέον εις την Σελήνην, θ’ αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντί ωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ’ αφήσουν τους άλλους αστέρας αυτονόμους, να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά να συμμαχούν μετ’ αυτών κατά πάσης επιδρομής. Καθ’ έκαστον έτος ο βασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον βασιλέα των Ηλιωτών ως φόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως ομήρους εκ των υπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον να κάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι να χαραχθούν επί στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επί των συνόρων των δύο επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος {7} και ο Πολυλαμπής».


Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν.

Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο με δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε να μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δε να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις την Σελήνην. Αλλ’ εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση κάτω εις την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον να πεισθώ, μας αφήκε ν’ αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμεν εις τανάκτορά του.

Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις την Σελήνην έμαθα διάφορα αλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και πρώτον ότι οι Σεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ’ από αρσενικούς• διότι μόνον αρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ’ όνομα είνε γνωσταί. Μέχρι του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύει ως γυνή, έπειτα δε λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχι εις την γαστέρα, αλλ’ εις το παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεται γαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις, φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δε την σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον• αλλά το εκθέτουν με ανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου φαίνεται δε ότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα της γαστροκνημίας.


Αλλ’ έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύ των Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι Δενδρίται, οι οποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και τον φυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον και σαρκώδες, όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δε καρποί του είνε βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν τα βελανίδια ωριμάσουν τα τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τους ανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οι πλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί ξύλινα και με αυτά βατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των.

Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά διαλύεται ως καπνός και γίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν φωτιάν και ψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις την σελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνται γύρω εις την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενον καπνόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα, όστις πιεζόμενος εις δοχείον αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσι δε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ’ ούτε είνε τρυπημένοι όπως ημείς. Η δε συνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ’ εις τα κοιλώματα τα υπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν.

Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και χωρίς μαλλιά, τους δε τρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι έχουν μεγάλα μαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοί από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια ολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ’ είνε όλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των λάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται και όταν πίπτουν ανάσκελα. Από την μύτην των εξάγουν, όταν απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται, ιδρόνουν καθ’ όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον δε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουν και πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα.

Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν των ως σακκούλαν, εις την οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει κατά βούλησιν• ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ’ είνε από μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται εις αυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δε πτωχών χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον εις εκείνα τα μέρη και τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώς τα μαλλιά των προβάτων. Όσον διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπω πώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θα φανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι οφθαλμοί των δύνανται ν’ αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν των και οποίος θέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη, ότε τους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοι χάνουν τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δε έχουν πολλούς και αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλα πλατάνου, και μόνον οι Δενδρίται τα έχουν ξύλινα.

Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνε τοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον δεν είνε πολύ βαθύ. Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα εδώ κάτω εις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας τας πόλεις και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδα τους συγγενείς μου και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοι μ’ έβλεπαν δεν δύναμαι να είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δεν πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω την αλήθειαν.


Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημεν εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούς λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε και χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων σταδίων.

Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών και διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόν και αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ’ ο άνεμος μας ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν των συντρόφων μου, καθότι εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη και γόνιμος με πολλά νερά και πλούτη.

Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν. Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι.

Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα του Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον λιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί, ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους άλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα όπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών ετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα, όπου μένει καθ’ όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά του• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε θάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούσαμεν τους λύχνους ν’ απολογούνται και να δικαιολογούν την βραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τον εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, τας οποίας μου έδωκε.


Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ’ επιούσαν αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ’ εθαυμάσαμεν και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότι ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος του Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον σοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι’ όσα έγραψε.

Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ’ ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο ακύμαντος.

Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν με καλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομεν έξαφνα θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα, το οποίον θα είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δε κατ’ επάνω μας με το στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεως συνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το περιέλουε• και οι οδόντες του εφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς, σουβλεροί δε όλοι ως πάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού εδώκαμεν προς αλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και αγκαλιασμένοι επεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και αμέσως μας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε να μας συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων της οδοντοστοιχίας του το πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντός του κήτους, κατ’ αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσεν είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ και υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτω μικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα και άγκυραι, ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτο και γη με υψώματα, η οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπην την οποίαν κατέπινε το κήτος. Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος και διάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα ως να εκαλλιεργούντο. Η περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων.

Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξα τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δε έτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με ό,τι ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον.

Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήν εκείνην, παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις το δάσος, θέλων να εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντε σταδίους και συνήντησα ναόν του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής, και μετ’ ολίγον τάφους πολλούς με στήλας και πλησίον πηγήν με νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν. Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ’ ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν.

Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας. Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το θηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ’ έφερεν εδώ. Αυτός όμως μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μας περιπετείας, ενόει να μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μας ωδήγησεν εις την οικίαν του, η οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι’ αυτόν και τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ χόρτου και πάντα τα άλλα χρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και προσέτι μας εκέρασεν οίνον• αφού δ’ εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτων μας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα είδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα άλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν, έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι• αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του κήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ’ εκεί μας πήρε ένας φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν, όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν.



Αφού δ’ εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα και τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα εις το κήτος και συλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του θηρίου, όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχι μακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχει παντοειδή ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος το οποίον εγώ κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας εκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά• αλλ’ έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνε ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;, Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς. Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι Ταριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε λαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοι όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά κατέχουν οι Καρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι και σύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες, μάχιμοι και πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατά το πλείστον έρημα και τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντί φόρου πεντακοσίων στρειδιών τον οποίον κατ’ έτος καταβάλλω εις τους Ψητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θα δυνηθώμεν ν’ ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν να ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι από χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον ψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς έχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν του λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε του πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός της πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε απεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν.
Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι εναντίον του Σκινθάρου (διότι αυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με πολύν θόρυβον. Ημείς δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ’ επεριμέναμεν, αφού εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Είχαμεν δε παραγγείλει εις τους ενεδρεύοντας ν’ αφήσουν τους εχθρούς να περάσουν και τότε να σηκωθούν• ούτω δε έπραξαν. Επιπεσόντες εκ των όπισθεν τους κατέσφαζαν• και ημείς δε, οι οποίοι ήμεθα επίσης είκοσι πέντε— διότι και ο Σκίνθαρος και ο υιός του είχον λάβει μέρος— επετέθημεν εκ του αντιθέτου μέρους και συμπλακέντες προς αυτούς επολεμήσαμεν λυσσωδώς. Επί τέλους τους ετρέψαμεν εις φυγήν και τους κατεδιώξαμεν μέχρι των τρωγλών των. Εφονεύθησαν δε από μεν τους εχθρούς εκατόν εβδομήκοντα, από ημάς δε ο πλοίαρχος, ο οποίος ελογχίσθη εις την ράχην με κόκκαλον μπαρμπουνιού.

Εκείνην την ημέραν και την νύκτα εμείναμεν εις το στρατόπεδον και ως τρόπαιον εστήσαμεν μίαν ραχοκοκκαλιάν δελφίνος, την οποίαν εκαρφώσαμεν εις την γην. Την επομένην και οι άλλοι μαθόντες τα γενόμενα ήλθαν να μας πολεμήσουν. Και το μεν δεξιόν κέρας κατείχον οι Ταριχάνες, αρχηγόν έχοντες τον Πήλαμον, το δε αριστερόν οι Θυνοκέφαλοι και το μέσον οι Καρκινόχειρες. Οι Τριτωνομένδητες έμενον ήσυχοι και ουδέτεροι. Τους επεριμέναμεν πλησίον του ναού του Ποσειδώνος και επετέθημεν με πολύν αλαλαγμόν• αντήχει δε το εσωτερικόν του κήτους, καθώς τα σπήλαια. Κατατροπώσαντες αυτούς, καθότι ήσαν άοπλοι, τους κατεδιώξαμεν εις το δάσος και εγίναμεν του λοιπού κύριοι του τόπου. Μετ’ ολίγον έστειλαν κήρυκας διά να πάρουν τους νεκρούς των και να ζητήσουν ειρήνην. Ημείς όμως δεν εκρίναμεν καλόν να συνθηκολογήσωμεν, αλλά την επιούσαν επιτεθέντες εκ νέου τους κατεσφάξαμεν όλους, εκτός των Τριτωνομενδήτων. Αλλά και αυτοί, όταν είδαν τα γενόμενα, διέφυγαν από τα σπάραχνα του κήτους και έπεσαν εις την θάλασσαν. Ημείς δε καταλαβόντες τον τόπον, ο οποίος έμεινεν έρημος από τους εχθρούς, εζώμεν του λοιπού ησύχως κ’ επερνούσαμεν τον καιρόν μας εις ασκήσεις και κυνήγια, καλλιεργούντες ταμπέλια και συγκομίζοντες τους καρπούς των δένδρων• εν γένει δε ωμοιάζαμεν με ανθρώπους οίτινες καλοπερνούν χωρίς δεσμά εις φυλακήν μεγάλην, από την οποίαν η φυγή είνε αδύνατος.

Επί έν έτος και οκτώ μήνας εζήσαμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Την δε πέμπτην ημέραν του ενάτου μηνός κατά το δεύτερον του στόματος άνοιγμα — διότι το κήτος ήνοιγε μίαν φοράν κάθε ώραν το στόμα του, ώστε από τα ανοίγματα εσυμπεραίναμεν τας ώρας — κατά το δεύτερον λοιπόν, ως είπα, άνοιγμα, έξαφνα ηκούσθη βοή μεγάλη και θόρυβος και ως ναυτικά παραγγέλματα και κωπηλασίαι. Εκπλαγέντες ανέβημεν συρόμενοι έως εις το στόμα του θηρίου και σταματήσαντες οπίσω των οδόντων είδαμεν το παραδοξότερον εξ όλων των θεαμάτων, τα οποία είδα εις την ζωήν μου• κάτι ανθρώπους υψηλούς έως μισόν στάδιον επάνω εις νήσους μεγάλας, αι οποίαι έπλεον ως τριήρεις. Και γνωρίζω μεν ότι θα διηγηθώ πράγματα τα οποία θα φανούν απίθανα, αλλ’ όμως θα τα διηγηθώ.

Τα νησιά εκείνα ήσαν επιμήκη, όχι πολύ υψηλά και είχαν έκαστον περίμετρον εκατόν περίπου σταδίων• επ’ αυτών δ’ ευρίσκοντο από τους ανθρώπους εκείνους περί τους εκατόν είκοσι. Εκ τούτων άλλοι καθήμενοι εις τα πλάγια των νήσων κατά γραμμήν εκωπηλάτουν, μεταχειριζόμενοι ως κουπιά κυπαρίσσια μεγάλα, με τους κλάδους και τα φύλλα των, όπως ήσαν. Εις δε το οπίσω μέρος, εις την πρύμνην τρόπον τινά, εστέκετο επί λόφου υψηλού ο κυβερνήτης και εκράτει χάλκινον πηδάλιον, το οποίον είχε μήκος πέντε σταδίων. Εις την πρώραν έως τεσσαράκοντα εξ αυτών ωπλισμένοι επολέμουν• και ήσαν καθ’ όλα όμοιοι με ανθρώπους, εκτός της κόμης των, η οποία ήτο φωτιά και ανέδιδε φλόγας• ώστε δεν είχαν και ανάγκην από περικεφαλαίας. Ως πανιά εχρησίμευον τα δένδρα, τα οποία ήσαν πολλά και πυκνά εις εκάστην νήσον• ο άνεμος πνέων εις το δάσος το εφούσκωνε και ώθει την νήσον όπου ήθελεν ο κυβερνήτης. Τους κωπηλάτας διηύθυνε κελευστής και αι νήσοι εκινούντρ κατά την κωπηλασίαν με ταχύτητα, όπως τα στενόμακρα πλοία.

Κατ’ αρχάς εβλέπαμεν δύο ή τρεις τοιαύτας νήσους, αλλ’ έπειτα εφάνησαν έως εξακόσιαι και παραταχθείσαι εις δύο γραμμάς επολέμουν και εναυμάχουν. Πολλαί συνεκρούοντο πρώραν με πρώραν, πολλαί δε και διαπερασθείσαι κατεβυθίζοντο. Άλλαι συμπλεκόμεναι δυνατά εμάχοντο και δυσκόλως εχωρίζοντο. Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί σιδηρών χειρών{11} έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον. Ως βλήματα δε μετεχειρίζοντο και έρριπτον κατ’ αλλήλων όστρεα έχοντα μέγεθος αμάξης και σπόγγους μεγέθους στρέμματος.

Αρχηγόν είχον οι μεν τον Αιολοκένταυρον, οι δε τον Θαλασσοπότην. Φαίνεται δε ότι η μάχη έγινεν εξ αιτίας μιας αρπαγής• ελέγετο ότι ο θαλασσοπότης ήρπασε πολλά κοπάδια δελφίνων του Αιολοκενταύρου. Από τας κραυγάς των μαχομένων εμάθαμεν την αιτίαν του πολέμου, ως και τα ονόματα των βασιλέων.

Επί τέλους ενίκησαν οι μεν τον Αιολοκένταυρον και εβύθισαν περί τας εκατόν πεντήκοντα νήσους των αντιπάλων, τρεις δε άλλας συνέλαβον με τα πληρώματά των. Οι νικηταί τους κατεδίωξαν μέχρι τινός, επειδή δε επλησίαζε να νυκτώση επέστρεψαν διά τα ναυάγια και τα περισσότερα συνέλεξαν• ανέσυραν δε και τα δικά των, διότι και δικαί των νήσοι εβυθίσθησαν όχι ολιγώτεραι των ογδοήκοντα. Ανήγειραν και τρόπαιον της νησομαχίας μίαν των εχθρικών νήσων, την οποίαν εκάρφωσαν επί της κεφαλής του κήτους. Και εκείνην την νύκτα έμειναν γύρω εις το κήτος, δέσαντες εις αυτό τα πλοία των και πλησίον αυτού αγκυροβολήσαντες. Είχον δε αγκύρας μεγάλας υαλίνας, στερεάς. Την επομένην τελέσαντες θυσίας επί του κήτους και θάψαντες τους νεκρούς των επ’ αυτού, απέπλευσαν χαίροντες και ψάλλοντες άσματα ομοιάζοντα με νικητήρια. Αυτά έγιναν κατά την νησομαχίαν.

Λουκιανός σε απόδοση , Ιω. Κονδυλάκη


1} Την ιστορίαν του Κτησίου γνωρίζομεν μόνον εξ αποσπάσματος αυτής διασωθέντος υπό του Φωτίου. Φαίνεται δε ότι ο Λ. τον αδικεί λέγων ότι έγραψεν όλως φαντασιώδη. Τουλάχιστον εις όσα γράφει περί των κυνοκεφάλων ανθρώπων των κατοικούντων εις τα όρη και οίτινες αντί πάσης λαλιάς έχουν είδος υλακής, ευκόλως αναγνωρίζεται ο Ουραγκουτάγκος. Ουχ ήττον τερατώδη εφάνησαν κατά την αρχαιότητα όσα έγραψε περί των ομιλούντων πτηνών• αλλ’ οι Έλληνες δεν εγνώριζον ακόμη τους ψιτακούς, τους οποίους ενόει προδήλως ο Κ.

{2} Άγνωστον πότε έγραψεν ο συγγραφεύς ούτος.

{3} Τον Ατλαντικόν.

{4} Αφροδίτη ή Αυγερινός

{5} Πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι, ακροβολισταί.

{6} Κατά τον Στράβωνα, ο κολοσσός της Ρόδου είχεν ύψος 70 οργυιών.

{7} Δηλαδή Σελήνιος, διότι η σελήνη ελέγετο και μήνη.

{8} Φαλλός, ομοίωμα, του ανδρικού αιδοίου, το οποίον περιέφερον εις τας πομπάς του Διονύσου.

{9} Η πόλις την οποίαν κτίζουν εις τους «Όρνιθας» του Αριστοφάνους τα πτηνά.

{10} Ξύλα τα οποία προστριβόμενα επ’ αλλήλων ήναπτον.

{11} Αρπάγαι, γάντζοι.


Πηγη