Ἔχω ψηλώσει τώρα τελευταῖα!
Δὲν ξέρω πῶς γίνεται, ἀλλὰ τώρα τελευταῖα ἔχω ψηλώσει πάρα πολύ! Μὰ πάρα πάρα πολύ!
Φυσιολογικὰ τὸ ὕψος μου ἔπαψε νὰ
ἀλλάζῃ γύρω στὰ 17. Ἔμεινα στὸ 1,70 περίπου, ἕνα κανονικὸ (μὲ τὰ δικά
μου δεδομένα) ὕψος.
Μάλλιστα, τὰ τελευταῖα χρόνια, λίγο τὰ διάφορα
γεγονότα καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ γεννοῦσαν, λίγο τὰ βάρη τῆς ζωῆς, λίγο ἡ
ἡλικία ποὺ τρέχει…..Ἔνοιωθα πὼς τὸ 1,70 μειωνόταν σταδιακῶς..
Συρρίκνωσις λέγεται αὐτό ἐὰν δὲν τὸ ξέρετε.
Τώρα
τελευταῖα ὅμως κάτι ἔχει συμβεῖ. Ἔχω ψηλώσει πάρα πολύ! Δὲν ξέρω πῶς
γίνεται καὶ πηγαίνω ἐνάντια στοὺς νόμους τῆς φύσεως… Ἀλλὰ γίνεται.
Κάτι
στὸ περπάτημά μου, κάτι στὸ βλέμμα μου, κάτι στὴν καθημερινότητά μου,
κάτι στὶς νύκτες μου…
Καθημερινῶς ψηλώνω καὶ περισσότερο.
Δὲν ξέρω ποῦ θὰ καταλήξω.
Αἰσθάνομαι σὰν ἔνα παιδὶ ποὺ ἐπὶ τέλους ἀνακαλύπτει τὴν θέσι του μέσα
στοὺς ἐνήλικες. Ἢ ἀκόμη καλλίτερα, σὰν ἕνας σκλᾶβος ποὺ ἐπὶ τέλους
πέταξε τὶς ἁλυσίδες του….
Κάτι περίεργα πράγματα ποὺ
συμβαίνουν ὅμως στὸν κόσμο.
Ὅλοι καὶ ὅλα γύρω μου μαζεύονται,
μικραίνουν, χάνονται.
Οἱ πολιτικοί μας, οἱ κομματᾶρχες μας, τὰ βολεμένα
μας, οἱ δυνάμεις καταστολῆς ποὺ χρησιμοποιοῦν, κάποιοι γνωστοί μου καὶ
φίλοι μου ποὺ δὲν θέλουν νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὴν μιζέρια καὶ τὸν φόβο
τους, τὸ Ἑλλαδοξεφτιλιστάν…
Ὅλα γύρω μου μικραίνουν, μειώνονται,
συρρικνώνονται, χάνονται, σβήνουν, τελειώνουν…. Κι ἐγὼ μεγαλώνω, ψηλώνω,
ὀμορφαίνω… Περίεργα πράγματα.. Πολὺ περίεργα… Ἀφύσικα θὰ ἔλεγαν
κάποιοι….
Καὶ ποιά εἶναι ἡ μεγάλη εἰρωνία;
Ἀκόμη εὑρίσκομαι μέσα σὲ ἕνα μεγᾶλο
κουτί. Μίαν εἰρκτή! Μίαν ἀνήλιαγη φυλακή. Λογικὰ, πάντα μὲ βάσι τὴν
κοινή λογική, εἶναι ἀδύνατον νὰ βγῶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσα! Δὲν γίνεται! Ἔτσι
λένε ὅλοι! Δὲν γίνεται λένε νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν φυλακή μου παρὰ μόνον μὲ
ἀντικλείδι! Ἔτσι λένε! Ἔτσι πιστεύουν!
Αὐτὴ ἡ φυλακὴ ὅμως, μικραίνει
ἐπίσης, ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα γύρω μου. Κάποιαν στιγμή, ἢ ποὺ θὰ μὲ πλακώσῃ
καὶ θὰ μὲ σκάσῃ καὶ θὰ μὲ λιώσῃ, ἢ ποὺ θὰ σπάσῃ. Κι ἐγὼ ψηλώνω, μεγαλώνω
κι ὀμορφαίνω κάθε στιγμή! Καὶ ἡ φυλακή στενεύει κάθε στιγμή!
Ἀρχίζω καὶ δυσφορῶ! Δὲν χωράω ἄλλο μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κουτί! Δὲν θὰ ἀντέξω γιὰ πολύ!
Κι ὅμως, μαζὶ μὲ τὸ ὕψος, τώρα
τελευταῖα ἔχω ἀποκτήσει μίαν περίεργη δύναμι. Ποὺ κι αὐτὴ μεγαλώνει
κάθε στιγμή! Μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει… Πιάνω τὴν πέτρα καὶ τὴν
στύβω. Τὸ δοκίμασα. Τὴν στύβω, σᾶς δίδω τὸν λόγο μου!
Δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ πηγάζει ὅλη αὐτὴ ἡ
δύναμις. Εἶναι κι αὐτὴ παράλογη καὶ καταρρίπτει ὅλους τοὺς φυσικοὺς
νόμους! Δὲν δείχνει νὰ ἔχῃ φανερὴ αἰτία. Τὶς νύκτες ὅμως στὰ ὄνειρα μου
ἔχω περιέργους ἐπισκέπτες. Πολὺ περιέργους.
Τὴν πρώτη νύκτα ἔφθασε ὁ Προμηθεύς.
Τὸν ἐγνώρισα ἀπὸ τὰ αἷματα ποὺ ἔσταζαν ἀπὸ τὸ συκώτι του. Μὲ κύτταξε
ἴσια στὰ μάτια καὶ μοῦ ἔπιασε τὸ χέρι. Τὸ κράτησε σφικτὰ καὶ κάτι
ψιθύρισε, ποὺ ὅμως δὲν ἄκουσα. Χαμογελοῦσε διαρκῶς. Ἔδειχνε
εὐτυχισμένος ποὺ ἦταν ἐκεῖ μαζί μου. Τοῦ ἔδειξα τὸν βρᾶχο γιὰ νὰ κάτσῃ
ἀλλὰ δὲν ἤθελε. (Ξέχασα νὰ σᾶς πῶ ὅτι στὰ ὄνειρά μου ἔχω ἕναν μεγάλο
βρᾶχο, σὰν θρόνο, ποὺ ἐκεῖ κάθομαι κι ἀγναντεύω. Ὅλοι οἱ καλοὶ χωροῦν νὰ
κάτσουν πλάι μου.) Κάποιαν στιγμὴ, πάντα χαμογελαστός, ξεκίνησε νὰ
φύγῃ. Ὅπως τράβηξε τὸ χέρι του ἀνεκάλυψα μίαν μικρὴ φωτεινὴ σφαίρα μέσα
στὸ δικό μου.
Λίγες
νύκτες ἀργότερα ἔφθασε ὁ Ἡρακλῆς! Στὴν ἀρχὴ τρόμαξα. Ἀλλὰ ὅταν τὸν
γνώρισα μαλάκωσα. Ἔκατσε πλάι μου!Δὲν εἶπε πολλά! Μόνον γιὰ τὸ
σταυροδρόμι του μίλησε. Ὅταν σηκώθηκε γιὰ νὰ φύγῃ μοῦ ἄφησε τὴν λεοντή
του. Ξαφνιάστηκα. Χαμογέλασε κι ἔφυγε. Ἀπὸ μακριά τὸν ἄκουσα νὰ φωνάζῃ:
«θὰ σοῦ δίδῃ δύναμι λέοντος»… Καὶ χάθηκε!
Δύο νύκτες ἀργότερα κατέφθασε ὁ Θησεύς! Κι αὐτὸς δὲν εἶπε πολλά. Ἔκατσε τὴν περισσότερη ὥρα καὶ δὲν μίλαγε. Μοῦ διηγήθηκε ὅμως τοὺς ἄθλους του καὶ ἰδίως τὴν περιπέτειά του στὴν Κρήτη μὲ τὸν Μινώταυρο. Μοῦ χάρισε τὰ σανδάλια του, αὐτὰ τοῦ Αἰγαίως. Καὶ μετὰ χάθηκε κι αὐτός! Ἀπὸ μακριὰ μοῦ φώναξε «νὰ θυμηθῇς νὰ ἀλλάξῃς τὰ πανιά!» Δὲν κατάλαβα ὅμως τί ἒννοοῦσε.
Μετὰ κατέφθασε ὁ Μιλτιάδης. Μαγικός! Κι αὐτὸς δὲν εἶπε πολλά, παρὰ μόνον αὐτό: «ἐὰν μίαν φορὰ νενικήκαμεν, πάντα μποροῦμε νὰ νικοῦμε!» Ξεκίνησα νὰ ἀρθρώσῳ ἐρωτήσεις μὰ εἶχε ἤδη χαθεῖ. Στὴν θέσι του βρῆκα μόνον μία ἀστραφτερὴ πανοπλία, ἐκείνην ποὺ φόραγε ὅταν ἔφθασε, μαζί μὲ ἕνα μικρὸ ἐγχειρίδιο. Πολὺ μικρό, σχεδὸν σὰν σουγιά.
Τὴν ἐπομένη ἦλθε ὁ Λεωνίδας. Κουβέντα δὲν τοῦ πῆρα. Οὔτε καλοεῖδα τὸ προσωπό του. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγῃ μόνον μίλησε: «κρατῶ ἀκόμη στὶς Θερμοπῦλες. Δυνάμωσε!» Καὶ ὕστερα χάθηκε. Πρὶν χαθῇ μοῦ ἄφησε μίαν ἀσπίδα. Ἦταν ἀσήκωτη ἀλλὰ σὲ ἔπειθε πὼς μποροῦσε νὰ προστατεύσῃ ἕναν πολεμιστή.
Λίγες νύκτες ἀργότερα κατέφθασε ὁ Θεμιστοκλῆς. Δὲν ἦταν ἰδιαιτέρως ὑψηλός, ἀλλὰ ἦταν πανέμορφος μέσα στὴν ἀστραφτερή του πανοπλία. Καμάρωνα ποὺ τὸν εἶχα δίπλα μου. Ἄρχισε νὰ μοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὰ «κόλπα» του πρὸ κειμένου νὰ μπορέσῃ νὰ πείσῃ τοὺς συμπατριῶτες του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Μαγεύτηκα! Ἀρκετὴν ὥρα ἀργότερα σηκώθηκε καὶ μοῦ εἶπε πὼς πρέπει νὰ πάῃ νὰ κερδίσῃ μίαν ναυμαχία. Χαμογέλασα. Πρὶν φύγῃ ὅμως, ἔβγαλε τὴν περικεφαλαία του καὶ τὴν ἄφησε πλάι μου. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἀστραφτερὴ μὲ θάμπωσε!
Κάθε νύκτα ἕνας πρόγονος ἀφήνει τὴν ἡσυχία του καὶ μοῦ ἔρχεται γιὰ παρέα. Κάθε πρωΐ εὕρισκα δίπλα μου τὸ δῶρο ποὺ μοῦ ἄφησε. Ἔχω γεμίσει τὴν ζωή μου μὲ τὰ δῶρα τους. Ἀλλὰ δὲν τελείωσαν ἐκεῖ οἱ ἐπισκέψεις…..
Πρὸ μερικῶν ἑβδομάδων μοῦ ἦλθε ὁ Νικηταρᾶς. Θολὸ τὸ βλέμμα του, λίγο δακρυσμένο, κρατοῦσε κι ἕνα ῥαβδί θεόστραβο, ἔκατσε πλάι μου, μοῦ κράτησε γιὰ λίγο τὸ χέρι, κούνησε τὸ κεφάλι σκεπτικός… Ξάφνου, βγάζει τὴν Νικηταραίικη σπάθα καὶ μοῦ τῆν ἀκουμπᾶ στὰ πόδια. «Πᾶρε», μοῦ λέει. «Κόβει Περσιάνους αὐτὴ ἡ σπάθα… Κόβει καλά!» Μετὰ ἀπὸ λίγο χάθηκε… Μὰ σὰν ἀπὸ μακριὰ νὰ ἄκουσα τὴν φωνή του λίγο ἀργότερα…. «καὶ τοὺς Μαυροκορδάτους κόβει ἡ σπάθα»…. Ξύπνησα καὶ βρῆκα μίαν σπάθα στὰ πόδια τοῦ κρεββατιοῦ μου.
Λίγες
νύκτες ἀργότερα, κατέφθασε ὁ Γέρος. Αὐτὸς δὲν ἦταν μόνος του! Εἶχε μαζί
του πολλούς. Μαζί του κι ὁ Πλαπούτας καὶ δεκάδες παλληκάρια. Ὅλοι οἱ
ἄλλοι ἔκατσαν παράμερα, ὁ Γέρος πλάι μου κι ὁ Πλαπούτας ὀρθός δίπλα του.
Κι αὐτοὶ δὲν μιλοῦσαν. Κάποιαν στιγμή ὁ Γέρος μοῦ χάιδεψε τὰ μαλλιά.
Τρυφερὸ τὸ χάδι του, ἂν καὶ τὸ χέρι ἀγριεμένο. Τὴν ὥρα ποὺ κίνησε νὰ
φύγῃ, βγάζει ἀπὸ τὸ σελάχι του δύο κουμπούρια καὶ τὰ ἀκουμπᾶ ἐκεῖ ποὺ
καθόταν. «Αὐτὰ σκοτώνουν τοὺς μουχαμέτηδες» μοῦ εἶπε. Τὸν κύτταξα
παραξενεμένη. Εἶχα ἤδη μίαν σπάθα, μίαν λεοντή, μίαν πανοπλία, μίαν
ἀσπίδα, ἕνα ἐγχειρίδιο, μίαν περικεφαλαία, κάτι πέδιλα καὶ μίαν φωτεινὴ
σφαίρα… Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τὰ κουμπούρια; Τότε μίλησε ὁ Πλαπούτας:
«Οὕλους τοὺς βασιλεῖς, τοὺς ἀντιβασιλεῖς καὶ τοὺς παρατρεχαμένους τους
νὰ τοὺς πετάξετε ὄξω! Κανέναν μήν ἀφήκετε! Κανέναν!! Οὔλους ὄξω!!!»
Τότε πῆρε τὸν λόγο ὀ Γέρος: «Φωτιὰ καὶ τσεκούρι σὲ Νενέκους,
προσκυνημένους καὶ πουλημένους! Μὴ ἀφήκετε τίποτα ὄρθιο! Μὲ τὸ αἷμα τους
θὰ ξεπλύνουν τὸ αἷμα κάθε ἀθώου! Καὶ μὴν σὲ νοιάζῃ ἡ φυλακή σου. Ἡ δική
μου ἦταν μικρότερη καὶ μίκραινε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὴν δική σου. Ἀλλὰ δὲν
ἤξερα τὸν τρόπο νὰ μεγαλώσω καὶ νὰ τὴν σπάσω. Ἐσὺ θὰ τὸν μάθῃς!» Μόλις
λίγο ἀπεμακρύνθησαν, στρέφει ὁ Γέρος καὶ μοῦ λέει: «Θὰ τὴν σπάσῃς τὴν
φυλακή. Μὴν παρακαλέσῃς κανέναν! Γεννήθηκες ἐλεύθερη!»
Τώρα λοιπὸν ποὺ διαρκῶς ψηλώνω καὶ δυναμώνω, μὲ τόσα ὅπλα γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι μου, μὲ μίαν φυλακὴ ποὺ διαρκῶς μικραίνει, μὲ ἕνα σῶμα ποὺ γιγαντώνεται, νομίζω πὼς ἀρχίζω νὰ καταλαβαίνω κάτι… Τὴν δύναμι μοῦ τὴν δίδουν οἱ ἐπισκέπτες μου. Ἀφύσικα πράγματα, ἀλλὰ ἀληθινά!
Τὶς πρὸ ἄλλες εἶχε
ἔλθει ὁ Καραϊσκάκης. Μπαρουτοκαπνισμένος, μαυριδερός καὶ πολὺ
θυμωμένος. Μὲ κύτταξε βαθιὰ μέσα στὰ μάτια, μοῦ χαμογέλασε, μοῦ ἔκλεισε
τὸ μάτι καὶ κίνησε νὰ φύγῃ. Δὲν μοῦ ἄφησε τίποτα. Ξάφνου σταμάτησε,
ἔστρεψε τὸ κεφάλι λίγο καὶ μοῦ εἶπε:
«γαμῆστε τους»!!!
Φιλονόη.