Παρουσία με νόημα…
Αφού κράτησαν αρκετή ώρα με επιτυχία τη θέση της εμπροσθοφυλακής, όπως τους είχαν αναθέσει, ο Λοχίας, επανεκτιμώντας την κατάσταση, διέταξε οπισθοχώρηση.
Οι εχθρικές δυνάμεις πλησίασαν, κι έπρεπε να επιστρέψουν στις δικές τους γραμμές, μέσα στις οβίδες και τον βομβαρδισμό.
Βιαστικά, οι περισσότεροι στρατιώτες καλύφθηκαν στα χαρακώματα της πλευράς όπου θα ήσαν ασφαλείς.
«Λοχία…» λέει ο Κυριάκος, «ο Αναστάσης δεν είναι εδώ.»
«Πολύ λυπάμαι» απαντάει ο Λοχίας, «θα πρέπει να έπεσε κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης.»
Ο Κυριάκος αρπάζει το τουφέκι του και πάει να φύγει τρέχοντας.
«Τι κάνεις Στρατιώτη; Κάτω αμέσως!» διατάζει ο Λοχίας.
«Πάω να τον βρω…» λέει ο Κυριάκος.
«Μείνε εκεί που είσαι !» τον ξαναδιατάζει. «Ακόμη
και αν καταφέρεις να τον βρεις, δεν έχει νόημα να διατρέξεις τον
κίνδυνο. Δυστυχώς, ο Αναστάσης έπεσε από τις σφαίρες του εχθρού.»
«Δεν ζητάω άδεια…» λέει ο Κυριάκος, και αρχίζει να τρέχει προς την περιοχή την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει.
«Στρατιώτη!» φωνάζει μάταια ο Λοχίας. «Στρατιώτη!»
Μισή
ώρα μετά, όταν όλοι τον νόμιζαν κι αυτόν νεκρό, επιστρέφει ο Κυριάκος με
μια σφαίρα στο πόδι, και σφιχτά στο χέρι του μια στρατιωτική ταυτότητα.
Ήταν η ταυτότητα που είχε πέσει από το άψυχο σώμα του Αναστάση.
Ο
Λοχίας πηδάει από το χαράκωμα για να βοηθήσει τον Κυριάκο να κατέβει.
Τον πετάει στην κυριολεξία μέσα στη λάσπη, ενώ συγχρόνως φωνάζει στους
νοσοκόμους να του δέσουν το πόδι μ’ έναν επίδεσμο για να σταματήσει η
αιμορραγία.
«Σου το είπα ότι δεν άξιζε τον κόπο…»
Λέει ο Λοχίας στον Κυριάκο και του δείχνει τη μεταλλική ταυτότητα.
«Άξιζε…» του λέει εκείνος.
«Δεν
σε καταλαβαίνω… Πως άξιζε τον κόπο; Οπως και να ‘χει ο Αναστάσης είναι
νεκρός, και τώρα έχω κι εσένα τραυματισμένο βαριά. Θα μπορούσα να είχα
χάσει δυο άντρες αντί για έναν.»
«Ξέρεις, Λοχία…» λέει ο Κυριάκος μ’ ένα απίστευτο χαμόγελο στα χείλη, που είναι γεμάτα μώλωπες και ξεραμένο αίμα…
«Όταν
τον βρήκα, ήταν ακόμη ζωντανός… Πήγα κοντά του και του έπιασα τα χέρια.
Εκείνος άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε… σαν να μου χαμογέλασε… Σίγουρα
άξιζε τον κόπο… Πριν πεθάνει στην αγκαλιά μου, μου είπε: “Το ήξερα ότι
θα ερχόσουν”».