Δεν είναι λίγες οι φορές που μπορούμε να θυμηθούμε να νιώθουμε μια
ξαφνική αδιαθεσία που δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε την προέλευσή της
και οι άλλοι γύρω μας να λένε, ή κι εμείς να σκεφτόμαστε, ότι θα πρέπει
να μας έχουν ματιάσει. «Μάτι είναι…» είναι η συνήθης έκφραση που
χρησιμοποιείται και, τότε, κανείς πρέπει να
αναζητήσει βοήθεια για να τον ξεματιάσουν. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για
να διώξει κανείς «το κακό μάτι». Πολλές φορές, όμως, η διαδικασία μπορεί
να γίνει και από απόσταση, παίρνοντας, για παράδειγμα, τηλέφωνο τη
μητέρα μας ή κάποια θεία που ξέρει να ξεματιάζει.
Τα συμπτώματα του ματιάσματος είναι λίγο πολύ γνωστά: μετωπιαίος πονοκέφαλος, ναυτία, αίσθημα κούρασης και αδυναμίας, ανεξέλεγκτη υπνηλία, έμετος, ίσως και μια… τάση προς ατυχήματα είναι μερικά από αυτά. Το άτομο συνήθως νιώθει ξαφνικά αυτά τα συμπτώματα, σε συνθήκες που δεν μπορεί να τα αποδώσει σε κάποιον άλλο αιτιολογικό παράγοντα. Βέβαια, συνήθως κάποιος θα πει ότι τον έχουν ματιάσει, ή θα του το πουν και οι άλλοι, όταν θα έχει έρθει σε αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους. Πάντα κανείς ψάχνει να βρει ποιον είδε, ποιον συνάντησε, ποιος τον κοίταξε περίεργα, ποιος τον μάτιασε…
Η θεραπεία του ματιάσματος, το ξεμάτιασμα, είναι σχετικά απλή, όπως και η διάγνωση του προβλήματος, αν και διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο, ή, μάλλον, θα έλεγε κανείς, από οικογενειακή παράδοση ή ακόμη και από την καταγωγή κάποιου. Για παράδειγμα, αν κάποιος είναι ματιασμένος, μια σταγόνα λάδι που τοποθετείται σε ένα ποτήρι νερό που βρίσκεται μπροστά του θα διαλυθεί αντί να επιπλεύσει στην επιφάνεια του νερού. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας λέγεται ότι η σταγόνα πρέπει να δημιουργήσει ένα σχήμα οβάλ, «σαν μάτι», στην επιφάνεια του νερού. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να δει την επίδραση στις χειρονομίες και τη συμπεριφορά του ατόμου ή ακουμπώντας το μέτωπό του...
Η τεχνική του ξεματιάσματος επίσης ποικίλλει, συνήθως ανά γεωγραφική περιοχή. Σε κάποιες πρακτικές αναφέρεται ότι χρησιμοποιείται ένα καντήλι, με το φιτίλι να επιπλέει σε μισό λάδι και σε μισό νερό. Το καντήλι ανάβει και το άτομο που ξεματιάζει λέει ειδικές ευχές και προσευχές. Το νερό απορροφά την κακή ενέργεια και πρέπει στη συνέχεια να πεταχτεί. Σε άλλες περιπτώσεις το άτομο που ξεματιάζει απορροφά το ίδιο την κακή ενέργεια και για αυτό χασμουριέται συνέχεια…
Η τεχνική του ξεματιάσματος περνά επίσης από γενιά σε γενιά, από τις μάνες στους γιους και από τους γιους στις κόρες. Η μάνα δεν μπορεί να «διδάξει» τις ευχές στην κόρη προφορικά, δια μέσω του λόγου. Για τη μάνα και την κόρη η συγκεκριμένη πίστη προσφέρει μια διασύνδεση όταν το κορίτσι ενηλικιωθεί και γίνει η ίδια μητέρα. Τότε το ξεμάτιασμα αποτελεί ένα τελετουργικό που μεταφέρεται, μια μεταβίβαση γνώσης, ένα σύμβολο αποδοχής στον κόσμο των ενηλίκων. Για τις μάνες και τους γιους όμως το ξεμάτιασμα είναι διαφορετική υπόθεση. Αποτελεί μια δια βίου σύνδεση και σαν ένα λόγο για τον οποίο οι γιοι μπορούν να «απευθύνονται», ακόμη και όταν ενηλικιώνονται, στη μητέρα τους και να έχουν την ανάγκη της παρέμβασής της, ως ένας συμβολικός ομφάλιος λώρος. Η μητέρα, έστω και από μακριά, μπορεί να «γιατρέψει» την επιρροή του ματιάσματος.
Πράγματι, η πίστη στο μάτιασμα και στο κακό μάτι αποτελεί μια ευρέως διαδεδομένη παράδοση που κληρονομείται, από τα αρχαία χρόνια μάλιστα, και συναντάται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του πλανήτη. Ανθρωπολογικές μελέτες αναφέρουν ότι μια τέτοια πίστη είναι απολύτως φυσική και εναρμονισμένη με την ανθρώπινη φύση και το ένστικτο καθώς αφορά στην επιβίωση του ανθρώπου και ως τέτοια έχει άμεση χρησιμότητα. Με άλλα λόγια, είναι πολύ φυσικό ο άνθρωπος να ήθελε πάντα να βρίσκει τρόπους να «ανιχνεύει», να διαισθάνεται ποιοι άνθρωποι γύρω του είναι φιλικά διακείμενοι απέναντί του και ποιοι όχι. Ποιοι θέλουν το κακό του και ποιοι όχι… Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να τον βλάψουν και να επηρεάσουν αρνητικά τη ζωή του…
Σίγουρα λοιπόν μια παράδοση, ένα έθιμο, μια πρακτική, που γεννήθηκε και ενυπάρχει στη ζωή του ανθρώπου και συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα εξυπηρετεί μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη του που είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αυτή την ανάγκη θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε σε αυτό το άρθρο, από μια ψυχολογική ματιά. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε ψυχολογικά το θέμα του ματιάσματος για να δούμε ποιες σκέψεις και ερμηνείες διατυπώνει η επιστήμη της ψυχολογίας σχετικά με αυτό.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το σημείο που ήδη προαναφέρθηκε, ότι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν πάντα την ανάγκη να εφεύρουν τρόπους προστασίας από το «κακό», να νιώθουν ότι μπορούν να το αντιμετωπίσουν, να το προβλέψουν επίσης... Είναι φυσικό ο άνθρωπος, ιδιαίτερα σε παλαιότερες εποχές, να ένιωθε ιδιαίτερα απροστάτευτος απέναντι στη φύση, τους άλλους ανθρώπους γύρω του, αλλά και τα ίδια τα συναισθήματά του που μπορεί να μην μπορούσε εύκολα να κατανοήσει…
Σωματοποίηση
Παρατηρείται όμως ότι ο άνθρωπος έχει περισσότερο την τάση να σωματοποιεί αυτό που του συμβαίνει παρά να αναγνωρίζει την πηγή του στον εαυτό του. Το γεγονός αυτό το παρατηρούμε και σε όλα τα ψυχοσωματικά προβλήματα στα οποία διαδραματίζεται ουσιαστικά η ίδια δυναμική: μη συνειδητοποιημένα συναισθήματα βρίσκουν έκφραση στο σώμα, με διάφορα συμπτώματα και πόνους. Αν έρθουμε τώρα στο μάτιασμα και στο κακό μάτι θα παρατηρήσουμε και εδώ την ίδια διαδικασία. Ένα άτομο που δεν συνειδητοποιεί τα συναισθήματά του, τις συγκρούσεις του και τα διλήμματά του, αλλά και την πίεση που ασκούν όλα αυτά πάνω του, αρχίζει να μην νιώθει καλά, να νιώθει αδιαθεσία, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι εσωτερικά, προσωπικά του ζητήματα έχουν προκαλέσει αυτή την αναστάτωση. Ή, ότι η επαφή με συγκεκριμένους ανθρώπους και η σχέση του μαζί τους του διακινούν δύσκολα συναισθήματα που δεν μπορεί να διαχειριστεί και έτσι ασυνείδητα τα σωματοποιεί.
Διαχείριση έντονων συναισθημάτων
Ο Φρόιντ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος διαχειρίζεται τα πολύ έντονα συναισθήματά του (1). Ο άνθρωπος θέλει πάντα να δημιουργεί τρόπους με τους οποίους θα μπορεί να διαχειρίζεται τα πολύ έντονα συναισθήματά του. Η παράδοση και το σύστημα πίστης στο κακό μάτι και στο μάτιασμα αποτελούν ένα καλό επεξηγηματικό πλαίσιο για τα έντονα συναισθήματα που ο καθένας από εμάς μπορεί να νιώσει αλλά δεν ξέρει πού, πώς και σε ποιον να τα αποδώσει. Για τα συναισθήματα που μας προκαλούν οι άλλοι άνθρωποι γύρω μας που εμείς επιλέγουμε ή όχι να έχουμε κοντά μας και οι οποίοι μπορεί να νιώθουμε ότι μας αγαπούν, μας μισούν κοκ. Αν αναλογιστούμε, το κακό μάτι αποτελεί μια επεξήγηση σε όλα αυτά και, παράλληλα, είναι κατά βάση κάτι …ουδέτερο γιατί επεξηγεί τα συμπτώματά μας και δεν κατηγορεί άμεσα κανέναν, ούτε καν αυτόν που ματιάζει γιατί και αυτός μοιάζει ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα να ματιάζει, σαν να μην μπορεί να κάνει κι αλλιώς… Έτσι όλα ερμηνεύονται χωρίς να προσωποποιείται κάτι και χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη ουσιαστικά…
Το μάτιασμα και το κακό μάτι αποτελούν λοιπόν ένα επεξηγηματικό πλαίσιο που μπορεί να εμπεριέχει τον ανθρώπινο πόνο, την αβεβαιότητα, την αρρώστια αλλά και ένα σύστημα πίστης που βοηθά στην αναγνώριση και διαχείριση των συναισθημάτων του ανθρώπου. Όπως αναφέρει ο Kilborne (1), συμβαίνει σπάνια ένα σύστημα πίστης να αποτελεί ένα τόσο αποτελεσματικό και δυνατό δίκτυο ιδεών, πολύ-παραγοντικό, που αγκαλιάζει και περιλαμβάνει ένα τόσο ευρύ πεδίο πεποιθήσεων και αξιών, ανεξάρτητα από τις προσωπικές ερμηνείες ή θεωρητικές προσεγγίσεις του καθενός. Μπορεί να ερμηνεύει τη δυστυχία, την αρρώστια, την ξαφνική αδιαθεσία, την κακοτυχία, το μίσος, την αγάπη, την κακία… Και, μάλιστα, πόσο απαραίτητο θα πρέπει να ήταν σε καιρούς που η ιατρική ή η ψυχολογία και η ψυχιατρική ιδιαίτερα δεν ήταν καθόλου ανεπτυγμένοι ως κλάδοι.
Προβολή
Παράλληλα, στο μάτιασμα και στο κακό μάτι εμπεριέχεται και ο αμυντικός μηχανισμός της προβολής. Ο άνθρωπος, όταν δεν μπορεί να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματα που βιώνει, έχει ανάγκη να τα προβάλλει σε κάτι έξω από εκείνον. Το κακό μάτι αποτελεί έναν καλό «εξωτερικό» στόχο στον οποίο μπορούν να αποδοθούν όλα τα άγχη, οι συγκρούσεις αλλά και η ενοχή που μπορεί να αποφέρει η αποδοχή ευθύνης για μια αρρώστια, κάποια συμπτώματα, λανθασμένες επιλογές κλπ. Παράλληλα, προσφέρεται ένα πλαίσιο προβολής και επεξήγησης των πολύ βασικών υπαρξιακών ερωτημάτων που προκύπτουν σε κάθε άνθρωπο, κάθε ώρα και στιγμή της ζωής του και σε ό, τι και αν του συμβεί, και έχουν να κάνουν με το «γιατί εγώ;», «γιατί τώρα;», αλλά και σε δευτερεύοντα ερωτήματα που προκύπτουν, όπως «γιατί είμαι άρρωστος», «γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος», «γιατί δεν νιώθω καλά»;
Το αίσθημα ντροπής
Το μάτιασμα και το κακό μάτι αποτελούν επίσης μια επεξήγηση για το αίσθημα ντροπής που μπορεί να γεννούν τα δικά μας έντονα συναισθήματα σχετικά με τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους. Ο Kilborne (1) αναφέρει το παράδειγμα μιας γυναίκας, της Αϊσας, που μετακομίζει από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Η Αϊσα νιώθει αποπροσανατολισμένη και φοβισμένη, και νιώθει ότι δεν μπορεί να έχει μια προσωπική ζωή που θα της φέρει ικανοποίηση, και έτσι νιώθει ελλειμματική.
Το «κακό μάτι» αντιπροσωπεύει μια επεξήγηση για το αίσθημα ελλειμματικότητας και ντροπής που βιώνει και λειτουργεί «ανακουφιστικά» για την ίδια. Μπορεί να αποδώσει μια «αιτία» (π.χ. τον φθονερό γείτονα) στα προβλήματά της και να βιώνει το αίσθημα ντροπής πιο εύκολα, να το αντέχει επίσης γιατί αναγνωρίζεται από την ίδια αλλά και από τους άλλους ότι το κακό μάτι, και όχι η ίδια και οι επιλογές της, ευθύνονται για την πορεία της.
Ο Kilborne (1) αναφέρει πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο να αντεπεξέλθει στην αμφισημία, τις συγκρούσεις, τις αβεβαιότητες και τις αμφιβολίες που επιφέρει η ντροπή ως συναίσθημα. Και όσο περισσότερο κανείς νιώθει ντροπή τόσο περισσότερο αρχίζει να βασίζεται σε φαντασιώσεις σχετικά με το πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Το γεγονός αυτό στη συνέχεια μεγαλοποιεί την ευαισθησία και την αίσθηση ευάλωτου που επιφέρει η δυναμική της ντροπής και συμβάλλει σε ναρκισσιστικές/ παρανοϊκές άμυνες αποδίδοντας στους άλλους δυνάμεις που δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν, ως μια προσπάθεια, ως ένα αντίδοτο στο αίσθημα ελλειμματικότητας και μειονεκτικότητας που ενυπάρχει στον εαυτό.
Ο φόβος του φθόνου
Εδώ λοιπόν ερχόμαστε και στο πιο βασικό στοιχείο της ανάλυσής μας σχετικά με το «κακό μάτι»: το φόβο που είχε ανέκαθεν ο άνθρωπος για το φθόνο. Το φθόνο που μπορεί να εισπράξει από τους άλλους, το φθόνο που μπορεί να νιώθει ο ίδιος για τους άλλους και δεν μπορεί να ελέγξει, να αποκρύψει και να δικαιολογήσει στον εαυτό του χωρίς να νιώσει ενοχές. Πολλές φορές, επίσης, υποθέτουμε ότι οι άλλοι νιώθουν φθόνο επειδή εμείς θα νιώθαμε έτσι στη θέση τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διαθέτουμε τόσες ευχές σχετικά με το πώς διώχνουμε το κακό όταν όλα πάνε καλά, όταν αποκτάμε κάτι ωραίο ή πολύτιμο. «Χτύπα ξύλο», λέμε συχνά, «φτου να μη σε ματιάσω…» κ.ά.
Ο φθόνος είναι ένα συναίσθημα που όλοι φοβόμαστε γιατί φοβόμαστε την καταστροφικότητά του. Και το κουτσομπολιό αφορά πολλές φορές μια εσωτερική επεξεργασία του φθόνου και την ανάγκη προβολής των δύσκολων συναισθημάτων μας σε άλλους ανθρώπους.
Σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα αναφέρεται ότι ο φόβος του φθόνου μας κάνει να συμπεριφερόμαστε καλύτερα στους άλλους ανθρώπους (3). Πιο συγκεκριμένα, σε ένα άρθρο του περιοδικού Psychological Science αναφέρεται ότι ο φόβος του να γίνουμε στόχος του κακόβουλου φθόνου μάς ωθεί στην εκδήλωση συμπεριφοράς που βοηθά και υποστηρίζει το άτομο που φοβόμαστε ότι θα μας φθονήσει.
Σε μια προηγούμενη έρευνα, ο Niels van de Ven από το Tilburg University και οι συνεργάτες του, Marcel Zeelenberg και Rik Pieters (4), σημείωναν ότι ο φθόνος ουσιαστικά εκδηλώνεται σε δύο μορφές: τον ευμενή/καλοήθη φθόνο και τον κακόβουλο / κακοπροαίρετο φθόνο. Μελέτησαν ανθρώπους που εκδήλωναν αυτά τα δύο είδη φθόνου και βρήκαν ότι εκείνοι που εκδήλωναν τον ευμενή/καλοήθη φθόνο είχαν την τάση να βελτιώνονται έτσι ώστε να γίνουν περισσότερο σαν το άτομο το οποίο φθονούσαν. Από την άλλη μεριά, τα άτομα που εκδήλωναν τον κακοπροαίρετο φθόνο ήθελαν περισσότερο να «ρίξουν» το άτομο το οποίο αντιλαμβάνονταν ως πιο επιτυχημένο και για το οποίο ένιωθαν φθόνο. Ο Van de Ven και οι συνεργάτες του αναρωτήθηκαν πώς μπορεί να ήταν η εμπειρία για τους ανθρώπους που ήταν οι ίδιοι ο στόχος του συναισθήματος αυτού, του φθόνου.
«Στην ανθρωπολογία αναφέρεται ότι εάν νιώθεις ότι σε φθονούν, μπορεί να συμπεριφέρεσαι πιο κοινωνικά γιατί μπορεί να προσπαθείς να εξευμενίσεις τους ανθρώπους που νιώθουν έτσι για σένα», αναφέρει ο van de Ven – «με το να μοιράζεσαι, για παράδειγμα, το ψάρι που μόλις έπιασες κοκ.» Με άλλα λόγια, ο Niels van de Ven και οι συνεργάτες του ήθελαν να μελετήσουν εάν τα δεδομένα της ανθρωπολογίας ισχύουν και εφαρμόζονται στα δεδομένα της ψυχολογίας.
Πράγματι, στους σχεδιασμούς των πειραμάτων τους φάνηκε ότι εκείνοι που είχαν λόγο να πιστεύουν ότι θα γίνουν στόχος του κακοήθους φθόνου ήταν πιο συνεργάσιμοι και πιο ανοικτοί απέναντι στο άτομο που φοβόντουσαν ότι δυνητικά θα τους φθονήσει.
Ο van de Ven αναφέρει ότι «πράγματι, πρόκειται για μια πολύ χρήσιμη λειτουργία όσον αφορά τη δυναμική των ομάδων. Όλοι μπορεί να πιστεύουμε και να υποστηρίζουμε ότι πρέπει να μοιραζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε καλύτερα στους άλλους ανθρώπους, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πάντα το κάνουμε αν δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση ανάγκης. Ο φόβος του φθόνου μπορεί να μας παροτρύνει να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που προωθούν την κοινωνική αλληλεπίδραση στις ομάδες» (4).
Το βλέμμα και η ματιά των άλλων
Στην παρούσα ανάλυση δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε βέβαια τη σχέση του φθόνου και του αισθήματος της ντροπής με το βλέμμα και τη ματιά του ανθρώπου. Το βλέμμα και η ματιά είναι κάτι πολύ έντονο και, συνήθως, από το βλέμμα και τη ματιά ενός ανθρώπου καταλαβαίνουμε τι άνθρωπος είναι κανείς, πώς διατίθεται απέναντί μας κοκ.
Ο Ross αναφέρει ότι το σύστημα πεποίθησης για το κακό μάτι αποτελεί μια πολιτισμική εμβάθυνση και επέκταση του αισθήματος ότι κάποιος μας κοιτάει επίμονα. Θα έχει τύχει σε όλους μας να νιώθουμε ότι κάποιος ή κάποια μας κοιτά επίμονα και, όταν γυρνάμε και κοιτάμε, πράγματι ανακαλύπτουμε ότι αυτό που διαισθανόμασταν ήταν επακριβές (το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό βιβλιογραφικά ως φαινόμενο «stare effect»).
Η ορθή προσέγγιση αυτού του θέματος αναφέρεται βέβαια σε εκτεταμένες έρευνες των νευροεπιστημών σχετικά με το αν το ανθρώπινο μάτι μπορεί να εκπέμπει κάποιας μορφής ακτινοβολία και τι έκτασης και επίδρασης μπορεί να είναι αυτή η ακτινοβολία.
Μπορεί να γίνεται λόγος για ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή σύζευξη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μεταξύ πομπού και δέκτη; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ανιχνευτεί και να καταμετρηθεί αυτή η επίδραση; Σίγουρο είναι βέβαια ότι η μελέτη τέτοιων ερωτημάτων δεν αποτελεί ένα εύκολο έργο και οι ηλεκτροφυσιολογικές μετρήσεις σε αυτά τα φαινόμενα είναι πολύ δύσκολες.
Συνοψίζοντας, στο παρόν άρθρο έγινε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε από μια ψυχολογική ματιά το μάτιασμα και το κακό μάτι. Όπως φάνηκε, οι οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα και να εξηγήσουμε τις παραμέτρους του είναι πολλές. Βέβαιο είναι ότι πολλά ήθη και έθιμα έχουν βοηθήσει, ανά τους αιώνες, τον άνθρωπο να διαχειριστεί και να ανταπεξέλθει σε σημαντικούς φόβους και υπαρξιακά ερωτήματά του. Για αυτό και όλα αυτά τα ζητήματα είναι σεβαστά και ποτέ σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία με έναν άνθρωπο δεν διαταράσσουμε και σίγουρα δεν «αφαιρούμε» ένα σύστημα πίστης στο οποίο έχει στηριχτεί η ισορροπία του και η οπτική ματιά του κατά την πορεία της ζωής του. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναζητούμε την αλήθεια αλλά και την οπτική γωνία και των άλλων γύρω μας στη ζωή, να συναντάμε και τους άλλους εκεί που βρίσκονται εκείνοι… Ο κόσμος έτσι γίνεται πιο πλούσιος, πιο κατανοητός και πιο ευχάριστος!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benjamin Kilborne (2009), THE EVIL EYE, ENVY AND SHAME.
2. Jeff Koyen (2002), THE EVIL EYE, Fortean Times Magazine.
3. FEAR OF BEING ENVIED MAKES PEOPLE BEHAVE WELL TOWARD OTHERS (2010).Psychological Science, Association for Psychological Science.
4. Van de Ven, N., Zeelenberg, M, & Pieters, R. (2010), WARDING OFF THE EVIL EYE. WHEN THE FEAR OF BEING ENVIED INCREASES PROSOCIAL BEHAVIOR, Psychological Science, 21(11), 1671-1677.
5. Colin Andrew Ross, HYPOTHESIS: "THE ELECTROPHYSIOLOGICAL BASIS OF EVIL EYE BELIEF", The Ross Institute Richardson, TX. The Anthropology of Consciousness, Volume 21, Issue 1, pages 47–57, Spring 2010.
6. Mohammed A. Al-Sughayir, PUBLIC VIEW OF THE «EVIL EYE» AND ITS ROLE IN PSYCHIATRY, A Study in Saudi Society, The Arab Journal of Psychiatry (1996), vol. 7, No. 2, p. 152-160.
7. Mary C. Lamia (Ph.D.), BEING ENVIED IS NOT ENVIABLE, Psychology Today, 2011.
Τα συμπτώματα του ματιάσματος είναι λίγο πολύ γνωστά: μετωπιαίος πονοκέφαλος, ναυτία, αίσθημα κούρασης και αδυναμίας, ανεξέλεγκτη υπνηλία, έμετος, ίσως και μια… τάση προς ατυχήματα είναι μερικά από αυτά. Το άτομο συνήθως νιώθει ξαφνικά αυτά τα συμπτώματα, σε συνθήκες που δεν μπορεί να τα αποδώσει σε κάποιον άλλο αιτιολογικό παράγοντα. Βέβαια, συνήθως κάποιος θα πει ότι τον έχουν ματιάσει, ή θα του το πουν και οι άλλοι, όταν θα έχει έρθει σε αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους. Πάντα κανείς ψάχνει να βρει ποιον είδε, ποιον συνάντησε, ποιος τον κοίταξε περίεργα, ποιος τον μάτιασε…
Η θεραπεία του ματιάσματος, το ξεμάτιασμα, είναι σχετικά απλή, όπως και η διάγνωση του προβλήματος, αν και διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο, ή, μάλλον, θα έλεγε κανείς, από οικογενειακή παράδοση ή ακόμη και από την καταγωγή κάποιου. Για παράδειγμα, αν κάποιος είναι ματιασμένος, μια σταγόνα λάδι που τοποθετείται σε ένα ποτήρι νερό που βρίσκεται μπροστά του θα διαλυθεί αντί να επιπλεύσει στην επιφάνεια του νερού. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας λέγεται ότι η σταγόνα πρέπει να δημιουργήσει ένα σχήμα οβάλ, «σαν μάτι», στην επιφάνεια του νερού. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να δει την επίδραση στις χειρονομίες και τη συμπεριφορά του ατόμου ή ακουμπώντας το μέτωπό του...
Η τεχνική του ξεματιάσματος επίσης ποικίλλει, συνήθως ανά γεωγραφική περιοχή. Σε κάποιες πρακτικές αναφέρεται ότι χρησιμοποιείται ένα καντήλι, με το φιτίλι να επιπλέει σε μισό λάδι και σε μισό νερό. Το καντήλι ανάβει και το άτομο που ξεματιάζει λέει ειδικές ευχές και προσευχές. Το νερό απορροφά την κακή ενέργεια και πρέπει στη συνέχεια να πεταχτεί. Σε άλλες περιπτώσεις το άτομο που ξεματιάζει απορροφά το ίδιο την κακή ενέργεια και για αυτό χασμουριέται συνέχεια…
Η τεχνική του ξεματιάσματος περνά επίσης από γενιά σε γενιά, από τις μάνες στους γιους και από τους γιους στις κόρες. Η μάνα δεν μπορεί να «διδάξει» τις ευχές στην κόρη προφορικά, δια μέσω του λόγου. Για τη μάνα και την κόρη η συγκεκριμένη πίστη προσφέρει μια διασύνδεση όταν το κορίτσι ενηλικιωθεί και γίνει η ίδια μητέρα. Τότε το ξεμάτιασμα αποτελεί ένα τελετουργικό που μεταφέρεται, μια μεταβίβαση γνώσης, ένα σύμβολο αποδοχής στον κόσμο των ενηλίκων. Για τις μάνες και τους γιους όμως το ξεμάτιασμα είναι διαφορετική υπόθεση. Αποτελεί μια δια βίου σύνδεση και σαν ένα λόγο για τον οποίο οι γιοι μπορούν να «απευθύνονται», ακόμη και όταν ενηλικιώνονται, στη μητέρα τους και να έχουν την ανάγκη της παρέμβασής της, ως ένας συμβολικός ομφάλιος λώρος. Η μητέρα, έστω και από μακριά, μπορεί να «γιατρέψει» την επιρροή του ματιάσματος.
Πράγματι, η πίστη στο μάτιασμα και στο κακό μάτι αποτελεί μια ευρέως διαδεδομένη παράδοση που κληρονομείται, από τα αρχαία χρόνια μάλιστα, και συναντάται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του πλανήτη. Ανθρωπολογικές μελέτες αναφέρουν ότι μια τέτοια πίστη είναι απολύτως φυσική και εναρμονισμένη με την ανθρώπινη φύση και το ένστικτο καθώς αφορά στην επιβίωση του ανθρώπου και ως τέτοια έχει άμεση χρησιμότητα. Με άλλα λόγια, είναι πολύ φυσικό ο άνθρωπος να ήθελε πάντα να βρίσκει τρόπους να «ανιχνεύει», να διαισθάνεται ποιοι άνθρωποι γύρω του είναι φιλικά διακείμενοι απέναντί του και ποιοι όχι. Ποιοι θέλουν το κακό του και ποιοι όχι… Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να τον βλάψουν και να επηρεάσουν αρνητικά τη ζωή του…
Σίγουρα λοιπόν μια παράδοση, ένα έθιμο, μια πρακτική, που γεννήθηκε και ενυπάρχει στη ζωή του ανθρώπου και συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα εξυπηρετεί μια βαθιά ψυχολογική ανάγκη του που είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αυτή την ανάγκη θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε σε αυτό το άρθρο, από μια ψυχολογική ματιά. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε ψυχολογικά το θέμα του ματιάσματος για να δούμε ποιες σκέψεις και ερμηνείες διατυπώνει η επιστήμη της ψυχολογίας σχετικά με αυτό.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το σημείο που ήδη προαναφέρθηκε, ότι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν πάντα την ανάγκη να εφεύρουν τρόπους προστασίας από το «κακό», να νιώθουν ότι μπορούν να το αντιμετωπίσουν, να το προβλέψουν επίσης... Είναι φυσικό ο άνθρωπος, ιδιαίτερα σε παλαιότερες εποχές, να ένιωθε ιδιαίτερα απροστάτευτος απέναντι στη φύση, τους άλλους ανθρώπους γύρω του, αλλά και τα ίδια τα συναισθήματά του που μπορεί να μην μπορούσε εύκολα να κατανοήσει…
Σωματοποίηση
Παρατηρείται όμως ότι ο άνθρωπος έχει περισσότερο την τάση να σωματοποιεί αυτό που του συμβαίνει παρά να αναγνωρίζει την πηγή του στον εαυτό του. Το γεγονός αυτό το παρατηρούμε και σε όλα τα ψυχοσωματικά προβλήματα στα οποία διαδραματίζεται ουσιαστικά η ίδια δυναμική: μη συνειδητοποιημένα συναισθήματα βρίσκουν έκφραση στο σώμα, με διάφορα συμπτώματα και πόνους. Αν έρθουμε τώρα στο μάτιασμα και στο κακό μάτι θα παρατηρήσουμε και εδώ την ίδια διαδικασία. Ένα άτομο που δεν συνειδητοποιεί τα συναισθήματά του, τις συγκρούσεις του και τα διλήμματά του, αλλά και την πίεση που ασκούν όλα αυτά πάνω του, αρχίζει να μην νιώθει καλά, να νιώθει αδιαθεσία, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι εσωτερικά, προσωπικά του ζητήματα έχουν προκαλέσει αυτή την αναστάτωση. Ή, ότι η επαφή με συγκεκριμένους ανθρώπους και η σχέση του μαζί τους του διακινούν δύσκολα συναισθήματα που δεν μπορεί να διαχειριστεί και έτσι ασυνείδητα τα σωματοποιεί.
Διαχείριση έντονων συναισθημάτων
Ο Φρόιντ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος διαχειρίζεται τα πολύ έντονα συναισθήματά του (1). Ο άνθρωπος θέλει πάντα να δημιουργεί τρόπους με τους οποίους θα μπορεί να διαχειρίζεται τα πολύ έντονα συναισθήματά του. Η παράδοση και το σύστημα πίστης στο κακό μάτι και στο μάτιασμα αποτελούν ένα καλό επεξηγηματικό πλαίσιο για τα έντονα συναισθήματα που ο καθένας από εμάς μπορεί να νιώσει αλλά δεν ξέρει πού, πώς και σε ποιον να τα αποδώσει. Για τα συναισθήματα που μας προκαλούν οι άλλοι άνθρωποι γύρω μας που εμείς επιλέγουμε ή όχι να έχουμε κοντά μας και οι οποίοι μπορεί να νιώθουμε ότι μας αγαπούν, μας μισούν κοκ. Αν αναλογιστούμε, το κακό μάτι αποτελεί μια επεξήγηση σε όλα αυτά και, παράλληλα, είναι κατά βάση κάτι …ουδέτερο γιατί επεξηγεί τα συμπτώματά μας και δεν κατηγορεί άμεσα κανέναν, ούτε καν αυτόν που ματιάζει γιατί και αυτός μοιάζει ασυνείδητα και ανεξέλεγκτα να ματιάζει, σαν να μην μπορεί να κάνει κι αλλιώς… Έτσι όλα ερμηνεύονται χωρίς να προσωποποιείται κάτι και χωρίς κανείς να αναλαμβάνει την ευθύνη ουσιαστικά…
Το μάτιασμα και το κακό μάτι αποτελούν λοιπόν ένα επεξηγηματικό πλαίσιο που μπορεί να εμπεριέχει τον ανθρώπινο πόνο, την αβεβαιότητα, την αρρώστια αλλά και ένα σύστημα πίστης που βοηθά στην αναγνώριση και διαχείριση των συναισθημάτων του ανθρώπου. Όπως αναφέρει ο Kilborne (1), συμβαίνει σπάνια ένα σύστημα πίστης να αποτελεί ένα τόσο αποτελεσματικό και δυνατό δίκτυο ιδεών, πολύ-παραγοντικό, που αγκαλιάζει και περιλαμβάνει ένα τόσο ευρύ πεδίο πεποιθήσεων και αξιών, ανεξάρτητα από τις προσωπικές ερμηνείες ή θεωρητικές προσεγγίσεις του καθενός. Μπορεί να ερμηνεύει τη δυστυχία, την αρρώστια, την ξαφνική αδιαθεσία, την κακοτυχία, το μίσος, την αγάπη, την κακία… Και, μάλιστα, πόσο απαραίτητο θα πρέπει να ήταν σε καιρούς που η ιατρική ή η ψυχολογία και η ψυχιατρική ιδιαίτερα δεν ήταν καθόλου ανεπτυγμένοι ως κλάδοι.
Προβολή
Παράλληλα, στο μάτιασμα και στο κακό μάτι εμπεριέχεται και ο αμυντικός μηχανισμός της προβολής. Ο άνθρωπος, όταν δεν μπορεί να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματα που βιώνει, έχει ανάγκη να τα προβάλλει σε κάτι έξω από εκείνον. Το κακό μάτι αποτελεί έναν καλό «εξωτερικό» στόχο στον οποίο μπορούν να αποδοθούν όλα τα άγχη, οι συγκρούσεις αλλά και η ενοχή που μπορεί να αποφέρει η αποδοχή ευθύνης για μια αρρώστια, κάποια συμπτώματα, λανθασμένες επιλογές κλπ. Παράλληλα, προσφέρεται ένα πλαίσιο προβολής και επεξήγησης των πολύ βασικών υπαρξιακών ερωτημάτων που προκύπτουν σε κάθε άνθρωπο, κάθε ώρα και στιγμή της ζωής του και σε ό, τι και αν του συμβεί, και έχουν να κάνουν με το «γιατί εγώ;», «γιατί τώρα;», αλλά και σε δευτερεύοντα ερωτήματα που προκύπτουν, όπως «γιατί είμαι άρρωστος», «γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος», «γιατί δεν νιώθω καλά»;
Το αίσθημα ντροπής
Το μάτιασμα και το κακό μάτι αποτελούν επίσης μια επεξήγηση για το αίσθημα ντροπής που μπορεί να γεννούν τα δικά μας έντονα συναισθήματα σχετικά με τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους. Ο Kilborne (1) αναφέρει το παράδειγμα μιας γυναίκας, της Αϊσας, που μετακομίζει από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Η Αϊσα νιώθει αποπροσανατολισμένη και φοβισμένη, και νιώθει ότι δεν μπορεί να έχει μια προσωπική ζωή που θα της φέρει ικανοποίηση, και έτσι νιώθει ελλειμματική.
Το «κακό μάτι» αντιπροσωπεύει μια επεξήγηση για το αίσθημα ελλειμματικότητας και ντροπής που βιώνει και λειτουργεί «ανακουφιστικά» για την ίδια. Μπορεί να αποδώσει μια «αιτία» (π.χ. τον φθονερό γείτονα) στα προβλήματά της και να βιώνει το αίσθημα ντροπής πιο εύκολα, να το αντέχει επίσης γιατί αναγνωρίζεται από την ίδια αλλά και από τους άλλους ότι το κακό μάτι, και όχι η ίδια και οι επιλογές της, ευθύνονται για την πορεία της.
Ο Kilborne (1) αναφέρει πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο να αντεπεξέλθει στην αμφισημία, τις συγκρούσεις, τις αβεβαιότητες και τις αμφιβολίες που επιφέρει η ντροπή ως συναίσθημα. Και όσο περισσότερο κανείς νιώθει ντροπή τόσο περισσότερο αρχίζει να βασίζεται σε φαντασιώσεις σχετικά με το πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Το γεγονός αυτό στη συνέχεια μεγαλοποιεί την ευαισθησία και την αίσθηση ευάλωτου που επιφέρει η δυναμική της ντροπής και συμβάλλει σε ναρκισσιστικές/ παρανοϊκές άμυνες αποδίδοντας στους άλλους δυνάμεις που δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν, ως μια προσπάθεια, ως ένα αντίδοτο στο αίσθημα ελλειμματικότητας και μειονεκτικότητας που ενυπάρχει στον εαυτό.
Ο φόβος του φθόνου
Εδώ λοιπόν ερχόμαστε και στο πιο βασικό στοιχείο της ανάλυσής μας σχετικά με το «κακό μάτι»: το φόβο που είχε ανέκαθεν ο άνθρωπος για το φθόνο. Το φθόνο που μπορεί να εισπράξει από τους άλλους, το φθόνο που μπορεί να νιώθει ο ίδιος για τους άλλους και δεν μπορεί να ελέγξει, να αποκρύψει και να δικαιολογήσει στον εαυτό του χωρίς να νιώσει ενοχές. Πολλές φορές, επίσης, υποθέτουμε ότι οι άλλοι νιώθουν φθόνο επειδή εμείς θα νιώθαμε έτσι στη θέση τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διαθέτουμε τόσες ευχές σχετικά με το πώς διώχνουμε το κακό όταν όλα πάνε καλά, όταν αποκτάμε κάτι ωραίο ή πολύτιμο. «Χτύπα ξύλο», λέμε συχνά, «φτου να μη σε ματιάσω…» κ.ά.
Ο φθόνος είναι ένα συναίσθημα που όλοι φοβόμαστε γιατί φοβόμαστε την καταστροφικότητά του. Και το κουτσομπολιό αφορά πολλές φορές μια εσωτερική επεξεργασία του φθόνου και την ανάγκη προβολής των δύσκολων συναισθημάτων μας σε άλλους ανθρώπους.
Σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα αναφέρεται ότι ο φόβος του φθόνου μας κάνει να συμπεριφερόμαστε καλύτερα στους άλλους ανθρώπους (3). Πιο συγκεκριμένα, σε ένα άρθρο του περιοδικού Psychological Science αναφέρεται ότι ο φόβος του να γίνουμε στόχος του κακόβουλου φθόνου μάς ωθεί στην εκδήλωση συμπεριφοράς που βοηθά και υποστηρίζει το άτομο που φοβόμαστε ότι θα μας φθονήσει.
Σε μια προηγούμενη έρευνα, ο Niels van de Ven από το Tilburg University και οι συνεργάτες του, Marcel Zeelenberg και Rik Pieters (4), σημείωναν ότι ο φθόνος ουσιαστικά εκδηλώνεται σε δύο μορφές: τον ευμενή/καλοήθη φθόνο και τον κακόβουλο / κακοπροαίρετο φθόνο. Μελέτησαν ανθρώπους που εκδήλωναν αυτά τα δύο είδη φθόνου και βρήκαν ότι εκείνοι που εκδήλωναν τον ευμενή/καλοήθη φθόνο είχαν την τάση να βελτιώνονται έτσι ώστε να γίνουν περισσότερο σαν το άτομο το οποίο φθονούσαν. Από την άλλη μεριά, τα άτομα που εκδήλωναν τον κακοπροαίρετο φθόνο ήθελαν περισσότερο να «ρίξουν» το άτομο το οποίο αντιλαμβάνονταν ως πιο επιτυχημένο και για το οποίο ένιωθαν φθόνο. Ο Van de Ven και οι συνεργάτες του αναρωτήθηκαν πώς μπορεί να ήταν η εμπειρία για τους ανθρώπους που ήταν οι ίδιοι ο στόχος του συναισθήματος αυτού, του φθόνου.
«Στην ανθρωπολογία αναφέρεται ότι εάν νιώθεις ότι σε φθονούν, μπορεί να συμπεριφέρεσαι πιο κοινωνικά γιατί μπορεί να προσπαθείς να εξευμενίσεις τους ανθρώπους που νιώθουν έτσι για σένα», αναφέρει ο van de Ven – «με το να μοιράζεσαι, για παράδειγμα, το ψάρι που μόλις έπιασες κοκ.» Με άλλα λόγια, ο Niels van de Ven και οι συνεργάτες του ήθελαν να μελετήσουν εάν τα δεδομένα της ανθρωπολογίας ισχύουν και εφαρμόζονται στα δεδομένα της ψυχολογίας.
Πράγματι, στους σχεδιασμούς των πειραμάτων τους φάνηκε ότι εκείνοι που είχαν λόγο να πιστεύουν ότι θα γίνουν στόχος του κακοήθους φθόνου ήταν πιο συνεργάσιμοι και πιο ανοικτοί απέναντι στο άτομο που φοβόντουσαν ότι δυνητικά θα τους φθονήσει.
Ο van de Ven αναφέρει ότι «πράγματι, πρόκειται για μια πολύ χρήσιμη λειτουργία όσον αφορά τη δυναμική των ομάδων. Όλοι μπορεί να πιστεύουμε και να υποστηρίζουμε ότι πρέπει να μοιραζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε καλύτερα στους άλλους ανθρώπους, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πάντα το κάνουμε αν δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση ανάγκης. Ο φόβος του φθόνου μπορεί να μας παροτρύνει να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που προωθούν την κοινωνική αλληλεπίδραση στις ομάδες» (4).
Το βλέμμα και η ματιά των άλλων
Στην παρούσα ανάλυση δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε βέβαια τη σχέση του φθόνου και του αισθήματος της ντροπής με το βλέμμα και τη ματιά του ανθρώπου. Το βλέμμα και η ματιά είναι κάτι πολύ έντονο και, συνήθως, από το βλέμμα και τη ματιά ενός ανθρώπου καταλαβαίνουμε τι άνθρωπος είναι κανείς, πώς διατίθεται απέναντί μας κοκ.
Ο Ross αναφέρει ότι το σύστημα πεποίθησης για το κακό μάτι αποτελεί μια πολιτισμική εμβάθυνση και επέκταση του αισθήματος ότι κάποιος μας κοιτάει επίμονα. Θα έχει τύχει σε όλους μας να νιώθουμε ότι κάποιος ή κάποια μας κοιτά επίμονα και, όταν γυρνάμε και κοιτάμε, πράγματι ανακαλύπτουμε ότι αυτό που διαισθανόμασταν ήταν επακριβές (το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό βιβλιογραφικά ως φαινόμενο «stare effect»).
Η ορθή προσέγγιση αυτού του θέματος αναφέρεται βέβαια σε εκτεταμένες έρευνες των νευροεπιστημών σχετικά με το αν το ανθρώπινο μάτι μπορεί να εκπέμπει κάποιας μορφής ακτινοβολία και τι έκτασης και επίδρασης μπορεί να είναι αυτή η ακτινοβολία.
Μπορεί να γίνεται λόγος για ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ή σύζευξη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μεταξύ πομπού και δέκτη; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ανιχνευτεί και να καταμετρηθεί αυτή η επίδραση; Σίγουρο είναι βέβαια ότι η μελέτη τέτοιων ερωτημάτων δεν αποτελεί ένα εύκολο έργο και οι ηλεκτροφυσιολογικές μετρήσεις σε αυτά τα φαινόμενα είναι πολύ δύσκολες.
Συνοψίζοντας, στο παρόν άρθρο έγινε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε από μια ψυχολογική ματιά το μάτιασμα και το κακό μάτι. Όπως φάνηκε, οι οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα και να εξηγήσουμε τις παραμέτρους του είναι πολλές. Βέβαιο είναι ότι πολλά ήθη και έθιμα έχουν βοηθήσει, ανά τους αιώνες, τον άνθρωπο να διαχειριστεί και να ανταπεξέλθει σε σημαντικούς φόβους και υπαρξιακά ερωτήματά του. Για αυτό και όλα αυτά τα ζητήματα είναι σεβαστά και ποτέ σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία με έναν άνθρωπο δεν διαταράσσουμε και σίγουρα δεν «αφαιρούμε» ένα σύστημα πίστης στο οποίο έχει στηριχτεί η ισορροπία του και η οπτική ματιά του κατά την πορεία της ζωής του. Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναζητούμε την αλήθεια αλλά και την οπτική γωνία και των άλλων γύρω μας στη ζωή, να συναντάμε και τους άλλους εκεί που βρίσκονται εκείνοι… Ο κόσμος έτσι γίνεται πιο πλούσιος, πιο κατανοητός και πιο ευχάριστος!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benjamin Kilborne (2009), THE EVIL EYE, ENVY AND SHAME.
2. Jeff Koyen (2002), THE EVIL EYE, Fortean Times Magazine.
3. FEAR OF BEING ENVIED MAKES PEOPLE BEHAVE WELL TOWARD OTHERS (2010).Psychological Science, Association for Psychological Science.
4. Van de Ven, N., Zeelenberg, M, & Pieters, R. (2010), WARDING OFF THE EVIL EYE. WHEN THE FEAR OF BEING ENVIED INCREASES PROSOCIAL BEHAVIOR, Psychological Science, 21(11), 1671-1677.
5. Colin Andrew Ross, HYPOTHESIS: "THE ELECTROPHYSIOLOGICAL BASIS OF EVIL EYE BELIEF", The Ross Institute Richardson, TX. The Anthropology of Consciousness, Volume 21, Issue 1, pages 47–57, Spring 2010.
6. Mohammed A. Al-Sughayir, PUBLIC VIEW OF THE «EVIL EYE» AND ITS ROLE IN PSYCHIATRY, A Study in Saudi Society, The Arab Journal of Psychiatry (1996), vol. 7, No. 2, p. 152-160.
7. Mary C. Lamia (Ph.D.), BEING ENVIED IS NOT ENVIABLE, Psychology Today, 2011.
Πηγή