Στις
αφηγήσεις του Ηρόδοτου είναι πολλές οι αναφορές σε χρησμούς, κυρίως από
το μαντείο των Δελφών. Δεν είναι όμως αφελής ο Ηρόδοτος να δέχεται
άκριτα οποιοδήποτε αποτέλεσμα κάποιας πληρωμής στις, εκτός απ’ όταν
πρόκειται για την αποδοχή δώρων, αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο
ιέρειες.
Οι αθάνατοι
Στον τόμο Γ σελ. 49 των Ιστοριών από τις εκδόσεις Ωκεανίδα σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου βρίσκουμε αυτήν την παράγραφο (6.66):
«Τέλος,
επειδή προκλήθηκαν μεταξύ τους μεγάλες φιλονικίες, οι Σπαρτιάτες
αποφάσισαν να ρωτήσουν το Μαντείο των Δελφών αν ο Δημάρατος ήταν παιδί
του Αρίστωνος. Ο Κλεομένης, προβλέποντας αυτήν την κίνηση, κατόρθωσε να
πάρει με το μέρος του την Πυθία Περίαλλα, χάρη στον Κόβωνα, γιο του
Αριστοφάντου, ο οποίος, έχοντας μεγάλη ισχύ τότε στους Δελφούς, την
έπεισε να πει ό,τι ήθελε ο Κλεομένης. Έτσι, όταν οι απεσταλμένοι την
ρώτησαν, η Πυθία απάντησε ότι ο Δημάρατος δεν ήταν παιδί του Αρίστωνος.
Αργότερα αποκαλύφθηκε η απάτη, έδιωξαν τον Κόβωνα από τους Δελφούς και η
Πυθία Περίαλλα στερήθηκε το αξίωμά της.»
Και
στον τόμο Γ σελ. 105 (7.6) παρουσιάζει τον μάντη του Ξέρξη
(Ονομάκριτος) ο οποίος έδινε συμβουλές στον βασιλιά για το πώς να
ενεργήσει ώστε να νικήσει τους Έλληνες: «Εάν υπήρχε χρησμός που προέλεγε
κάποιο πάθημα για τους βάρβαρους, τον παρασιωπούσε και διάλεγε τους
χρησμούς που προέλεγαν μεγάλες επιτυχίες», με αποτέλεσμα ο Ξέρξης να
υποφέρει τα γνωστά αποτελέσματα του πολέμου.
Αν
και ο Ηρόδοτος λοιπόν ήταν ενήμερος για το πόσο κάλπικη μπορεί να ήταν η
προφητεία κάποιου μάντη, καταλάβαινε τη δύναμή τους, αφού οι
περισσότεροι άνθρωποι τις δέχονταν με σεβασμό ή με δέος και παραδέχονταν
τους προφήτες όταν έβλεπαν πως φαινομενικά έβγαιναν αληθινές. Και ο
ίδιος βέβαια δε φαίνεται να είναι ειρωνικός όταν περιγράφει εκ των
υστέρων πώς μια προφητεία αποδείχτηκε σωστή· η «κριτική» του λοιπόν δεν
αφορούσε την ουσία του ζητήματος –την ύπαρξη της θεϊκής πρόνοιας ή το αν
οι θεοί ασχολούνται με τα ανθρώπινα ζητήματα- αλλά μάλλον τις
προφητείες εκείνες που αποδεδειγμένα ήταν αποτέλεσμα μοχθηρίας και κακής
προδιάθεσης ορισμένων ατόμων.
Adrien Guignet – Xerxes at the Hellespont (1845)
Παρακάτω, η αφήγηση για τον Κροίσο όταν προσπαθούσε να βρει ποιο είναι το καλύτερο μαντείο.
Τόμος Α σελ. 52:
«Δυο
χρόνια κράτησε ο Κροίσος βαρύ πένθος για το παιδί του. Έπειτα όμως η
καταστροφή της ηγεμονίας του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, από τον Κύρο,
τον γιο του Καμβύση, και η αύξηση της δύναμης των Περσών, απέσπασαν τον
Κροίσο από το πένθος του και τον ανάγκασαν να φροντίσει για το πώς θα
περιορίσει την αυξανόμενη δύναμη των Περσών, προτού μεγαλώσει ακόμη
περισσότερο. Με την πρόθεση αυτή σκέφθηκε να δοκιμάσει τα μαντεία της
Ελλάδος και της Λιβύης. Έστειλε αντιπροσώπους, άλλους στους Δελφούς,
άλλους στις Άβες της Φωκίδος και άλλους στη Δωδώνη· άλλους στα Μαντεία
του Αμφιαράου και του Τροφωνίου και στους Βραγχίδες της Μιλήτου. Αυτά
ήσαν τα ελληνικά μαντεία στα οποία ο Κροίσος απευθύνθηκε για να ζητήσει
χρησμό. Πήγαν, όπως ανέφερα, αντιπρόσωποί του και στον ναό του Άμμωνος
της Λιβύης. Έστελνε στα μαντεία για να μάθει τι φρονούν, και όποιο
αποδεικνυόταν περισσότερο αληθινό, σ’ αυτό να απευθυνθεί δεύτερη φορά
προκειμένου να μάθει αν έπρεπε να επιχειρήσει την εκστρατεία εναντίον
των Περσών.
Για
να ελέγξει λοιπόν την ακρίβεια των χρησμών έστειλε τους Λυδούς με την
εντολή να ζητήσουν χρησμό την εκατοστή μέρα από την αναχώρησή τους από
τις Σάρδεις, ρωτώντας: «Τι κάνει αυτή την ώρα ο βασιλεύς των Λυδών
Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη;» Την απάντηση του κάθε μαντείου έπρεπε να
την γράψουν και να του την φέρουν πίσω οι αντιπρόσωποι. Κανείς δεν ξέρει
τι είπαν τα άλλα μαντεία. Στους Δελφούς, όμως, μόλις οι Λυδοί μπήκαν
στον ναό και ρώτησαν αυτό που τους είχε πει ο Κροίσος, η Πυθία τούς
απάντησε τα εξής σε εξάμετρους στίχους:
Γνωρίζω τον αριθμό της άμμου και τα μέτρα της θάλασσας.
Καταλαβαίνω τον κωφάλαλο και τον άλαλο ακούω.
Μου ήρθε μυρωδιά σκληροκέλυφης χελώνας
που ψήνεται σε χάλκινο δοχείο μαζί με αρνίσια κρέατα.
Χαλκός αποπάνω, χαλκός αποκάτω.
Οι
Λυδοί έγραψαν τα λόγια της Πυθίας κι έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν
έφτασαν όλοι οι απεσταλμένοι και έφεραν τους χρησμούς των μαντείων, ο
Κροίσος άνοιξε τα γράμματα και τα διάβασε. Από τους άλλους χρησμούς
κανένας δεν προσείλκυσε την προσοχή του, μόλις όμως άκουσε τον χρησμό
των Δελφών, αμέσως προσευχήθηκε και τον δέχτηκε, γιατί πείσθηκε ότι το
Μαντείο των Δελφών είναι το μόνο αληθινό. Αυτό μονάχα βρήκε τι έκανε ο
Κροίσος την ώρα που είχε ρωτηθεί. Την εκατοστή μέρα μετά την αναχώρηση
των αντιπροσώπων του μηχανεύτηκε κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν να το
υποψιαστεί κανείς. Κομμάτιασε μια χελώνα και ένα αρνί, τα έβαλε σ’ ένα
χάλκινο καζάνι να τα βράσει και τα σκέπασε με χάλκινο καπάκι.
Αυτός
ήταν ο χρησμός των Δελφών. Όσο για την απάντηση του Μαντείου του
Αμφιαράου, δεν ξέρω τι είπε στους Λυδούς όταν έκαναν και κει τα όσα
έπρεπε. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, παρά μόνον ότι ο Κροίσος και τον
χρησμό του Μαντείου αυτού βρήκε σωστό.»
Τόμος Α σελ. 57:
«Ο
Κροίσος έδωσε διαταγή στους Λυδούς, που επρόκειτο να μεταφέρουν τα δώρα
στα δύο μαντεία, να ζητήσουν χρησμό αν έπρεπε να εκστρατεύσει εναντίον
των Περσών και εάν για τον σκοπό αυτό ήταν χρήσιμο να συμμαχήσει με
κάποιον. Όταν οι απεσταλμένοι έφθασαν στα μαντεία, πρόσφεραν τα
αναθήματα και ζήτησαν χρησμό με τα ακόλουθα λόγια: «Ο Κροίσος, βασιλιάς
των Λυδών και άλλων εθνών, θεωρεί ότι τα μόνα αληθινά μαντεία στον κόσμο
είναι τα δικά σας. Σας πρόσφερε αντάξια δώρα και τώρα σας ρωτάει αν
πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν πρέπει να
χρησιμοποιήσει συμμαχικά στρατεύματα». Αυτά ρώτησαν οι απεσταλμένοι και
τα δυο μαντεία έδωσαν στον Κροίσο την ίδια ακριβώς απάντηση: Ότι αν
εκστρατεύσει εναντίον των Περσών θα καταστρέψει μια ισχυρή αυτοκρατορία.
Τον συμβούλευσαν να επιδιώξει να βρει ποιοι από τους Έλληνες ήσαν οι
ισχυρότεροι για να συμμαχήσει μαζί τους.
Όταν
ο Κροίσος πληροφορήθηκε τους χρησμούς υπερευχαριστήθηκε γι’ αυτά που
του έλεγαν, ελπίζοντας ότι θα καταλύσει την βασιλεία του Κύρου. Έστειλε
πάλι στους Δελφούς ανθρώπους του, και αφού έμαθε προηγουμένως πόσος ήταν
ο πληθυσμός τους, δώρισε στον κάθε κάτοικο των Δελφών δύο στατήρες
χρυσάφι. Οι κάτοικοι των Δελφών, σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης, έδωσαν στον
Κροίσο και στους Λυδούς το προβάδισμα για την υποβολή ερωτήσεων στην
Πυθία, φορολογική ατέλεια, πρωτοκαθεδρία στα θεάματα και απεριόριστο
δικαίωμα να ανακηρύσσονται πολίτες των Δελφών.
Αφού
έκαμε τα δώρα αυτά στους Δελφούς, ο Κροίσος ζήτησε για τρίτη φορά
χρησμό, επειδή, από τότε που έλαβε από το Μαντείο σωστή απάντηση, το
εκτιμούσε πολύ. Ρώτησε λοιπόν το Μαντείο αν θα διατηρηθεί πολλά χρόνια η
δυναστεία του. Η Πυθία αποκρίθηκε με τον ακόλουθο χρησμό :
Όταν
βασιλιάς των Μήδων γίνει ένα μουλάρι, τότε, Λυδέ, με τα αβρά πόδια,
κοντά στον Έρμο με τα πολλά χαλίκια φύγε· μη σταθείς καθόλου και μην
ντραπείς να φανείς δειλός.
Μόλις
έφθασε ο χρησμός αυτός, ο Κροίσος χάρηκε περισσότερο από κάθε άλλη
φορά, βέβαιος ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν αντί άνθρωπος να γίνει
βασιλιάς των Μήδων ένα μουλάρι και επομένως ούτε ο ίδιος ούτε οι
απόγονοί του θα έπαυαν να είναι στην εξουσία. Έπειτα φρόντισε να μάθει
ποιοι από τους Έλληνες ήσαν οι πιο ισχυροί για να τους προσεταιρισθεί.
Από την έρευνά του πληροφορήθηκε ότι ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι που ήσαν
Δωριείς και οι Αθηναίοι που ήσαν Ίωνες. Και οι δύο υπερείχαν από τους
άλλους: οι Αθηναίοι κρατούσαν από το πελασγικό γένος και οι
Λακεδαιμόνιοι από το ελληνικό. Οι πρώτοι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τα
μέρη τους, οι δεύτεροι όμως είχαν περιπλανηθεί πολύ. Όταν βασίλευε ο
Δευκαλίων κατοικούσαν την Φθιώτιδα και όταν βασίλευε ο Λούρος, γιος του
Έλληνος, είχαν κατοικήσει την χώρα γύρω από την Όσσα και τον Όλυμπο, η
οποία λέγεται Ιστιαιώτις. Αφού οι Κάδμειοι τους έδιωξαν από κει, πήγαν
να κατοικήσουν στην Πίνδο, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί. Από κει πάλι πήραν
στην Δρυοπίδα και από την Δρυοπίδα, όταν ήρθαν στην Πελοπόννησο,
ονομάστηκαν Δωριείς.»