Ηρόδοτος – Η ληστεία του βασιλικού θησαυροφυλακίου
Ένα από τα «διηγήματα» του Ηρόδοτου, απόσπασμα από τις Ιστορίες, αφορά τους επίδοξους κλέφτες του θησαυροφυλακίου του βασιλιά της Αιγύπτου.
Η μετάφραση είναι του Άγγελου Βλάχου για την τρίτομη έκδοση από την Ωκεανίδα, τόμος Α σελ. 273.
Claude Vignon – The tribute to Croesus
Οι
ιερείς μού είπαν ότι τον Πρωτέα διαδέχθηκε ο Ραμψίνιτος, που ως μνημεία
άφησε τα δυτικά προπύλαια του ναού του Ηφαίστου και απέναντι από αυτά
δύο αγάλματα, ύψους το καθένα πέντε πήχες. Εκείνο που είναι στραμμένο
προς τον βορρά οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν καλοκαίρι και το άλλο, προς τον
νότο, χειμώνα. Αυτό το οποίο ονομάζουν καλοκαίρι το σέβονται και το
τιμούν, στο άλλο, που ονομάζεται χειμώνας, φέρονται εντελώς αντίθετα. Ο
βασιλιάς αυτός απέκτησε μεγάλα πλούτη σε ασήμι, τόσα ώστε κανείς από
τους διαδόχους βασιλιάδες δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει ή να τον
πλησιάσει καν. Επειδή ήθελε να ασφαλίσει τον θησαυρό του, έκτισε ένα
πέτρινο οικοδόμημα του οποίου ο ένας τοίχος εφαπτόταν σε κάποιον από
τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού του.
Ο μηχανικός που το έκτιζε επιβουλευόταν τον θησαυρό και μηχανεύτηκε το εξής: τοποθέτησε μια από τις πέτρες του τοίχου με τρόπο ώστε να μπορούν εύκολα να την μετακινήσουν δύο ή και ένας άνθρωπος μόνος του. Μόλις τελείωσε το οικοδόμημα, ο βασιλιάς έβαλε μέσα τον θησαυρό του και καθώς πέρασαν τα χρόνια, ο μηχανικός, ετοιμοθάνατος, φώναξε τα παιδιά του (είχε δύο αγόρια) και τους είπε ότι για να τους εξασφαλίσει πλούσια ζωή είχε επινοήσει κάτι όταν έκτιζε το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Τους εξήγησε με σαφήνεια πώς θα μπορέσουν να μετακινήσουν την πέτρα και τους έδωσε τα μέτρα της, λέγοντάς τους ότι αν κρατήσουν καλά το μυστικό, θα έχουν στην διάθεσή τους τον θησαυρό του βασιλιά. Ο μηχανικός πέθανε και τα παιδιά του δεν έχασαν καιρό. Πήγαν νύχτα στ’ ανάκτορα, βρήκαν την πέτρα της τοιχοδομής, την μετακίνησαν εύκολα και πήραν κάμποσα χρήματα.
Έτυχε όμως ο βασιλιάς ν’ ανοίξει το θησαυροφυλάκιό του και απόρησε βλέποντας αδειανά μερικά δοχεία. Δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον κλέφτη, γιατί οι σφραγίδες ήσαν απείραχτες και το οικοδόμημα θεόκλειστο. Ξαναπήγε και δυο και τρεις φορές και κάθε φορά έβλεπε πως λείπουν κι άλλα χρήματα (γιατί οι κλέφτες δεν σταματούσαν να παίρνουν) και τότε έδωσε διαταγή να κατασκευαστούν παγίδες και να τις στήσουν κοντά στα αγγεία όπου ήσαν αποθηκευμένα τα χρήματα.
Οι κλέφτες ξαναπήγαν κατά την συνήθειά τους και ο ένας τους μπήκε στο οίκημα. Καθώς προχώρησε προς ένα δοχείο με χρήματα, πιάστηκε στην παγίδα και καταλαβαίνοντας τι έπαθε, φώναξε αμέσως τον αδελφό του και του είπε τι είχε συμβεί. Τον διέταξε να μπει ευθύς μέσα και να του κόψει το κεφάλι, γιατί αν τον έβλεπαν και τον αναγνώριζαν, τότε θα ήσαν χαμένοι και οι δύο. Ο άλλος αδελφός σκέφθηκε ότι ήσαν σωστά όσα έλεγε και έκανε εκείνο που έπρεπε. Έβαλε την πέτρα στην θέση της και γύρισε σπίτι του με το κεφάλι του αδελφού του. Όταν ξημέρωσε και μπήκε ο βασιλιάς στο θησαυροφυλάκιο, σάστισε βλέποντας το ακέφαλο σώμα του κλέφτη πιασμένο στην παγίδα και διαπιστώνοντας ότι το οικοδόμημα ήταν άθικτο, χωρίς να υπάρχουν ίχνη πως κάποιος μπήκε ή βγήκε.
Στην αμηχανία του αποφάσισε να κρεμάσει το πτώμα του κλέφτη έξω στο τείχος και έβαλε φύλακες με εντολή να συλλάβουν και να του πάνε όποιον έβλεπαν να κλαίει ή να πενθεί. Όταν κρέμασαν το πτώμα του νεκρού, η μητέρα του ταράχτηκε πολύ και ζήτησε από τον άλλο της γιο, με όποιον τρόπο μπορεί, να καταφέρει να ξεκρεμάσει το σώμα του αδελφού του και να της το φέρει, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει, θα πάει στον βασιλιά να τον καταγγείλει ότι αυτός έχει τα χρήματα. Ο γιος της προσπάθησε να την μεταπείσει, εκείνη όμως τον πίεζε πολύ και τότε σκέφθηκε το εξής: ετοίμασε μερικά γαϊδούρια, γέμισε ασκιά με κρασί, τα φόρτωσε στα γαϊδούρια και ξεκίνησε.
Ο μηχανικός που το έκτιζε επιβουλευόταν τον θησαυρό και μηχανεύτηκε το εξής: τοποθέτησε μια από τις πέτρες του τοίχου με τρόπο ώστε να μπορούν εύκολα να την μετακινήσουν δύο ή και ένας άνθρωπος μόνος του. Μόλις τελείωσε το οικοδόμημα, ο βασιλιάς έβαλε μέσα τον θησαυρό του και καθώς πέρασαν τα χρόνια, ο μηχανικός, ετοιμοθάνατος, φώναξε τα παιδιά του (είχε δύο αγόρια) και τους είπε ότι για να τους εξασφαλίσει πλούσια ζωή είχε επινοήσει κάτι όταν έκτιζε το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Τους εξήγησε με σαφήνεια πώς θα μπορέσουν να μετακινήσουν την πέτρα και τους έδωσε τα μέτρα της, λέγοντάς τους ότι αν κρατήσουν καλά το μυστικό, θα έχουν στην διάθεσή τους τον θησαυρό του βασιλιά. Ο μηχανικός πέθανε και τα παιδιά του δεν έχασαν καιρό. Πήγαν νύχτα στ’ ανάκτορα, βρήκαν την πέτρα της τοιχοδομής, την μετακίνησαν εύκολα και πήραν κάμποσα χρήματα.
Έτυχε όμως ο βασιλιάς ν’ ανοίξει το θησαυροφυλάκιό του και απόρησε βλέποντας αδειανά μερικά δοχεία. Δεν μπορούσε να υποψιαστεί τον κλέφτη, γιατί οι σφραγίδες ήσαν απείραχτες και το οικοδόμημα θεόκλειστο. Ξαναπήγε και δυο και τρεις φορές και κάθε φορά έβλεπε πως λείπουν κι άλλα χρήματα (γιατί οι κλέφτες δεν σταματούσαν να παίρνουν) και τότε έδωσε διαταγή να κατασκευαστούν παγίδες και να τις στήσουν κοντά στα αγγεία όπου ήσαν αποθηκευμένα τα χρήματα.
Οι κλέφτες ξαναπήγαν κατά την συνήθειά τους και ο ένας τους μπήκε στο οίκημα. Καθώς προχώρησε προς ένα δοχείο με χρήματα, πιάστηκε στην παγίδα και καταλαβαίνοντας τι έπαθε, φώναξε αμέσως τον αδελφό του και του είπε τι είχε συμβεί. Τον διέταξε να μπει ευθύς μέσα και να του κόψει το κεφάλι, γιατί αν τον έβλεπαν και τον αναγνώριζαν, τότε θα ήσαν χαμένοι και οι δύο. Ο άλλος αδελφός σκέφθηκε ότι ήσαν σωστά όσα έλεγε και έκανε εκείνο που έπρεπε. Έβαλε την πέτρα στην θέση της και γύρισε σπίτι του με το κεφάλι του αδελφού του. Όταν ξημέρωσε και μπήκε ο βασιλιάς στο θησαυροφυλάκιο, σάστισε βλέποντας το ακέφαλο σώμα του κλέφτη πιασμένο στην παγίδα και διαπιστώνοντας ότι το οικοδόμημα ήταν άθικτο, χωρίς να υπάρχουν ίχνη πως κάποιος μπήκε ή βγήκε.
Στην αμηχανία του αποφάσισε να κρεμάσει το πτώμα του κλέφτη έξω στο τείχος και έβαλε φύλακες με εντολή να συλλάβουν και να του πάνε όποιον έβλεπαν να κλαίει ή να πενθεί. Όταν κρέμασαν το πτώμα του νεκρού, η μητέρα του ταράχτηκε πολύ και ζήτησε από τον άλλο της γιο, με όποιον τρόπο μπορεί, να καταφέρει να ξεκρεμάσει το σώμα του αδελφού του και να της το φέρει, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει, θα πάει στον βασιλιά να τον καταγγείλει ότι αυτός έχει τα χρήματα. Ο γιος της προσπάθησε να την μεταπείσει, εκείνη όμως τον πίεζε πολύ και τότε σκέφθηκε το εξής: ετοίμασε μερικά γαϊδούρια, γέμισε ασκιά με κρασί, τα φόρτωσε στα γαϊδούρια και ξεκίνησε.
Όταν
έφθασε στο μέρος όπου ήσαν οι φρουροί που φύλαγαν το πτώμα του αδελφού
του, τράβηξε δυο τρία ασκιά για να κρέμονται και τα έλυσε· καθώς άρχισε
να χύνεται το κρασί, βάλθηκε κι αυτός να χτυπάει το κεφάλι του και να
φωνάζει παριστάνοντας πως δεν ξέρει από ποιο γαϊδούρι να ξεκινήσει.
Οι φρουροί μόλις είδαν τόσο κρασί να χύνεται, έτρεξαν ο καθένας μ’ ένα δοχείο κι άρχισαν να τα γεμίζουν με κρασί, ευχαριστημένοι που το έβρισκαν τζάμπα[1]. Ο άλλος τους έβριζε κάνοντας τον θυμωμένο. Οι φρουροί προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν, εκείνος όμως προσποιούταν πολλή ώρα τον θυμωμένο. Ηρέμησε τέλος, τράβηξε τα γαϊδούρια του στην άκρη του δρόμου και τα συγύριζε. Καθώς έπιασε κουβέντα με τους φρουρούς και ένας τους του είπε ένα αστείο για να τον πειράξει, όλοι γέλασαν κι εκείνος τους χάρισε ένα ασκί. Οι φρουροί έκατσαν κάτω κι άρχισαν να πίνουν, τον προσκάλεσαν μάλιστα να πιει μαζί τους. Αυτός δέχτηκε. Επειδή, ενώ έπιναν, του φέρονταν φιλικά, τους χάρισε κι άλλο ασκί. Οι φρουροί ήπιαν πολύ, μέθυσαν, τους πήρε ο ύπνος εκεί που βρίσκονταν και κοιμήθηκαν βαριά.
Ο άλλος, καθώς είχε προχωρήσει η νύχτα, κατέβασε το σώμα του αδελφού του και, για να δείξει ότι τους ξεγέλασε, ξύρισε το δεξί μάγουλο του κάθε φρουρού. Φόρτωσε ύστερα τον νεκρό σ’ ένα γαϊδούρι και τον πήγε σπίτι του, εκτελώντας ό,τι ακριβώς του είχε παραγγείλει η μάνα του. Ο βασιλιάς, όταν τον πληροφόρησαν πως είχαν κλέψει το πτώμα του κλέφτη, θύμωσε πολύ και για να βρει οπωσδήποτε ποιος ήταν εκείνος που τα μηχανεύτηκε όλα αυτά, έκανε το εξής, αν κι εγώ τουλάχιστον δεν το πιστεύω: έβαλε την κόρη του σ’ έναν οίκο ανοχής και της είπε να τους δέχεται όλους, αλλά πριν τους αφήσει να την αγγίξουν ν’ αναγκάζει τον καθένα να της λέει ποιο είναι το πιο έξυπνο και το πιο ανίερο πράγμα που έκανε στην ζωή του.
Και όποιος της διηγιόταν όσα είχαν γίνει με τον κλέφτη, να τον συλλάβει και να μην τον αφήσει να βγει. Καθώς η κόρη εκτελούσε τις διαταγές του πατέρα της, ο κλέφτης το πληροφορήθηκε και θέλοντας να ξεπεράσει τον βασιλιά σε πονηράδα, μηχανεύτηκε το εξής: έκοψε από τον ώμο το χέρι κάποιου που είχε μόλις πεθάνει και το έβαλε κάτω από τον χιτώνα του. Πήγε στον οίκο ανοχής της κόρης του βασιλιά που τον ρώτησε ό,τι ρωτούσε και τους άλλους.
Της διηγήθηκε ότι το πιο ανόσιο πράγμα που είχε κάνει στην ζωή του αν ότι έκοψε το κεφάλι του αδελφού του όταν τον έπιασε μια παγίδα μέσα στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά και το πιο έξυπνο ότι μέθυσε τους φρουρούς και ξεκρέμασε το πτώμα του αδελφού του. Εκείνη, καθώς τ’ άκουσε, θέλησε να τον πιάσει, αλλά εκείνος μέσα στο σκοτάδι της έδωσε το χέρι του πεθαμένου. Εκείνη το άρπαξε νομίζοντας ότι κρατάει το χέρι του κλέφτη, που της το άφησε κι έφυγε γρήγορα-γρήγορα από την πόρτα.
Όταν κι αυτό το έμαθε ο βασιλιάς, έμεινε κατάπληκτος με την εφευρετικότητα και την τόλμη του ανθρώπου και έστειλε κήρυκες σ’ όλες τις πολιτείες να αναγγείλουν ότι αν ο κλέφτης εμφανιζόταν ενώπιον του, όχι μόνο δεν θα τον τιμωρούσε, αλλά θα του πρόσφερε και πλούσια δώρα. Ο κλέφτης το πίστεψε και παρουσιάστηκε στον Ραμψίνιτο που, εκφράζοντας τον θαυμασμό του, του έδωσε την κόρη του για γυναίκα, θεωρώντας τον εξυπνότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Οι Αιγύπτιοι, είπε, είναι πιο έξυπνοι από τους άλλους ανθρώπους και αυτός ο πιο έξυπνος από τους Αιγυπτίους.
[1] Το κρασί ήταν είδος πολυτελείας στην Αίγυπτο, όπου συνήθως έπιναν μπύρα.
πηγή