Επίκουρος και Επικούρεια φιλοσοφία
"Δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε και να επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να θυμόμαστε πως ό,τι έχουμε ήταν αυτό που κάποτε ευχόμασταν"Ο Επίκουρος ήταν αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος και γεννήθηκε το 341 π.Χ. στη Σάμο, γιος του Αθηναίου Νεοκλή, Αθηναίος φιλόσοφος, που έζησε στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής (341-270 πΧ) και ιδρυτής της γνωστής Επικούριας φιλοσοφικής σχολής. Από τους πολυγραφότερους αρχαίους Ελληνες φιλοσόφους, συνέγραψε 300 έργα από τα οποία μόνο μερικά αποσπάσματα και γράμματα διασώζονται σήμερα. Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού τα περισσότερα έργα του εξαφανίστηκαν λόγω της φύσης του περιεχομένου τους. Οι περισσότερο γνωστές πληροφορίες που έχουμε σήμερα για την Επικούρια φιλοσοφία προέρχονται από μεταγενέστερους ακολούθους της και σχολιαστές της.
Οι γονείς του Επίκουρου ήταν και οι δύο Αθηναίοι (Νεοκλής και Χειρεστράτη) με τον πατέρα του Νεοκλή να είναι Αθηναίος πολίτης που μετανάστευσε στην Σάμο 10 χρόνια πριν την γέννηση του Επίκουρου. Ο Επίκουρος σπούδασε 4 χρόνια φιλοσοφία με τον Πλατωνικό δάσκαλο Πάμφιλο.
Μετά τον θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου οι Αθηναίοι μετανάστες στην Σάμο εκδιώχθηκαν από εκεί, από τον Πέρδικα, στην Κολοφώντα στις ακτές της Μικράς Ασίας. Εκεί σπούδασε με δάσκαλο τον Ναυσιφάνη ακολουθώντας τις διδασκαλίες του Δημόκριτου, ενώ επέστρεψε στην Αθήνα το 306 π.Χ όπου ίδρυσε τον περίφημο Κήπο του (φιλοσοφική του σχολή. Ο Κήπος του Επίκουρου πήρε το όνομα του από τον κήπο στο σπίτι του στον οποίο οι λιγοστοί αφοσιωμένοι μαθητές του συναντιόντουσαν αλλά και συμβίωναν σαν κοινότητα και βρισκόταν μεταξύ δύο άλλων φημισμένων φιλοσοφικών σχολών, της Στοάς και της Ακαδημείας στα δυτικά της πόλης της Αθήνας. Αγοράστηκε από τον Επίκουρο για 80 μνές. Πρέπει να βρίσκεται σήμερα θαμμένος κάπου στην αρχή της λεωφόρου Αθηνών.
Η φιλοσοφία, κατά τον Επίκουρο, δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο και βοήθημα στην επίτευξη του σκοπού του ανθρώπινου βίου, που είναι η ευδαιμονία. Γι αυτό το λόγο ο Επίκουρος δεν έδινε σχεδόν καμιά σημασία στις εκτεταμένες θεωρητικές, γραμματικές, ιστορικές και μαθηματικές έρευνες, εφόσον δεν εξυπηρετούσαν το να ζει ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Από την άλλη όμως επειδή θεωρούσε ότι η κακοδαιμονία των ανθρώπων προέρχεται από την αμάθεια, τη δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, τους φόβους και τις ελπίδες που γεννούν όλα αυτά στους ανθρώπους και επειδή θεωρούσε πως αιτία όλων αυτών είναι η άγνοια των φυσικών νόμων, πίστευε ότι μόνο μέσο θεραπείας είναι η ορθή γνώση των νόμων που διέπουν τη φύση και τον άνθρωπο.
Ούτε αυτός που ζητά συνέχεια βοήθεια είναι φίλος, ούτε εκείνος που δε σχετίζει ποτέ το όφελος με την φιλία.
-Η ερωτική πράξη από μόνη της δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, όμως πολύ πιο σημαντική από το σεξ ή τον έρωτα είναι η φιλία, που “χορεύει ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας“. Επίκουρος (341 π.κ.ε. – 270 π.κ.ε..)-Ών η σοφία παρασκευάζεται εις την όλου βίου μακαριότητα πολύ μέγιστόν εστί η της φιλίας κτήσις. “Απ’ όλα τα αγαθά που παρέχει η Σοφία για έναν ευτυχισμένο βίο το μεγαλύτερο είναι η απόκτηση της φιλίας, έλεγε ο Επίκουρος. Αρετή σημαίνει να έχεις την ικανότητα να αρμόζεις, να ωφελείς, να συνδέεις, να αρέσεις, να είσαι ανώτερος και όσο πιο ηθικός μπορείς.
“Κάθε φιλία από μόνη της είναι αρετή, αρχικό της κίνητρο όμως είναι η ωφέλεια.”-Δεν έχουμε τόσο ανάγκη από τη βοήθεια των φίλων, όσο από την ελπίδα, ότι θα μας προσφέρουν τη βοήθειά τους όταν την έχουμε ανάγκη. Φίλος, έλεγε ο Επίκουρος, δεν είναι ούτε αυτός που επιδιώκει διαρκώς το όφελος από μία φιλία, ούτε εκείνος που ποτέ δεν συνδέει το όφελος με τη φιλία. Κι αυτό γιατί ο ένας καπηλεύεται με αντάλλαγμα τη φιλία και ο άλλος ξεκόβει κάθε ελπίδα για το μέλλον. Οι Επικούρειοι μάλιστα διακήρυτταν ότι είναι προτιμότερο και πιο ηδονικό να κάνεις το καλό από το να δέχεσαι τις ευεργεσίες των άλλων.
-Ούτε πρέπει να μας απασχολεί τι τρώμε και τι πίνουμε, αλλά με ποιους τρώμε και με ποιους πίνουμε.Ο γενναίος, περί σοφίαν και φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ών το μέν θνητόν αγαθόν, το δέ αθάνατο. “Ο ανώτερος άνθρωπος επιδιώκει πάντοτε την σοφία και την φιλία, εξ αυτών το μεν είναι θνητό αγαθό το δε αθάνατο.”
-Η φιλία περιχορεύει την οικουμένη κηρύττουσα δή πάσιν ημίν εγείρεσθαι επι τον μακαρισμόν. “Η φιλία σέρνει τον χορό ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας.”Η κομβική σημασία της φιλίας στην επικούρεια φιλοσοφία, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στα παραπάνω παραθέματα από τις Επικούρειες Δόξες, που μας διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος και την Επικούρου προσφώνηση. Ο μακάριος βίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την απόκτηση φίλων γιατί αυτό πάνω από όλα εξασφαλίζει το αγαθό της ασφάλειας, συμβάλλει στην αταραξία της ψυχής εξασφαλίζοντας διαρκή και σταθερή ηδονή ενώ προσφέρει στήριγμα και παρηγοριά στις δυσκολίες της ζωής, την αρρώστια και τον πόνο καθιστώντας το δεινό ευεκκαρτέριτον.
Η φιλία κατά τον Επίκουρο έχει σαφώς ανταποδοτικά ωφέλιμο υπόβαθρο. Το όφελος για τους φίλους, δεν έχει κανένα στοιχείο εκμετάλλευσης του άλλου και είναι απόλυτα ανταποδοτικός.Άλλωστε η Φιλία πέρα από το όφελος αλλήλων κίνητρο, για τους επικούρειους αποτελεί από μόνη της Αρετή και σκοπό της ζωής και θεμελιώδες συστατικό της φιλοσοφίας τους. Οι επικούρειοι προβιβάζουν την φιλία σε Αρετή ισάξια των τεσσάρων λοιπών παραδοσιακών αρχαιοελληνικών Αρετών δηλαδή της φρόνησης, της εγκράτειας, της ανδρείας και της δικαιοσύνης.
«Αυτοί δε δήπου λέγουσιν ως το εύ ποείν ήδιόν εστι του εύ πασχειν.» “ Ότι ούδ΄ηδέως ζήν εστι κατ΄Επίκουρον.” όπως μας διασώζει ο Πλούταρχος που κάθε άλλο παρά συμπαθεί τον Επίκουρο.
Βέβαια ο Επίκουρος συνιστά και στην επιδίωξη της φιλίας, την επιβολή της φρόνησης. Δεν προκρίνει ούτε αυτούς που ρέπουν στην επιφανειακή χωρίς προϋποθέσεις φιλία, ούτε τους πολύ δύσκολους και καχύποπτους. Αξίζει όμως κανείς να τολμά να διακινδυνεύει πράγματα, προκειμένου να αποκτήσει φίλους. Θα πρέπει εκείνος πρώτος να τείνει το χέρι και εκείνος πρώτος να προσφέρει την φιλία και την βοήθειά του προκειμένου να κερδίσει την φιλία του άλλου.
Ο Επίκουρος μας συμβουλεύει να προσέχουμε, να μην εκμεταλλευόμαστε τους φίλους μας, να μην επιτρέπουμε αν μας εκμεταλλεύονται, αλλά και να προσβλέπουμε στην βοήθειά τους όταν χρειαστεί δίνοντάς τους την χαρά της προσφοράς και την αίσθηση ότι αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ζωής μας. Εάν δεν καταφέρουμε να κρατήσουμε το μέτρο, την τόσο πολύτιμη “μέση οδό”τότε δεν υπάρχει φιλία και διαστρέφεται σε κάτι χυδαία ωφελιμιστική σχέση.
Το μεγαλύτερο άλλωστε κέρδος στην επικούρεια φιλία και βασικό στοιχείο της νέας κοινωνικής συνοχής που ο Επίκουρος προσπαθεί να οικοδομήσει σε μια εποχή κοινωνικής αποσάθρωσης, τόσο όμοιας με την δική μας, είναι το αίσθημα της δύναμης, που μας δίνει η θεώρηση, ότι οι φίλοι μας θα προστρέξουν στα δύσκολα και όχι τόσο αυτή καθ’ αυτή η βοήθεια που θα μας προσφέρουν. Είναι επίσης το αίσθημα ότι και εμείς αποτελούμε σημαντικά πρόσωπα στην ζωή άλλων ανθρώπων. Ο επικούρειος του διαλόγου στο έργο De finibus του Κικέρωνα Τορκουάτος, αφού αναφερθεί στην σπουδαιότητα της φιλίας στην Επικουρική Σχολή συνεχίζει ως εξής:
“ Όπως η αρετή έτσι και η φιλία δεν μπορεί να χωριστεί από την ηδονή. Επειδή η μοναξιά και η ζωή χωρίς φίλους είναι γεμάτη επιβουλές και κινδύνους, η ίδια η λογική υπαγορεύει να εφοδιαστούμε με φιλίες. Εάν τις αποχτήσουμε, ο νους αισθάνεται ασφάλεια. Κι όπως η εχθρότητα, ο φθόνος και η περιφρόνηση αντιμάχονται την ηδονή, έτσι και οι φιλίες είναι η πιο πιστές εγγυήτριες και γεννήτρες ηδονής τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τους φίλους.”Ο επικούρειος όμως στοχασμός επεκτείνεται πέρα από το άτομο και γίνεται ανταποδοτικός αλτρουισμός, γιατί είναι προς όφελος όλων, να εκτιμούμε ο ένας τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του άλλου και να συνεργαζόμαστε στο κοινό ταξίδι στην ευδαιμονία. Για τους επικούρειους λοιπόν ο αλτρουισμός είναι προέκταση του ατομισμού και όχι αντίθετη έννοια όπως έχει επικρατήσει σήμερα να θεωρείται.
Η φιλία έτσι γίνεται όχημα που οδηγεί από την επιδίωξη της ατομικής στην επιδίωξη της συλλογικής μακαριότητας και ευδαιμονίας.
Ο Επίκουρος θεωρούσε την Ηδονή σαν αρχή και σκοπό της ευδαιμονίας. Την θεωρούσε σαν πρωταρχικό και συγγενικό αγαθό με τη φύση μας, γιατί μας απαλλάσσει από τον πόνο, την αγωνία, τις λύπες και τους φόβους. Θέτοντας όμως την ηδονή σαν σκοπό της ζωής, δεν εννοούσε τις ηδονές των ασώτων και τις συνηθισμένες απολαύσεις που αναζητούν οι περισσότεροι με τα μεθύσια και τα ξεφαντώματα. Αυτό είναι Ελευθεριότητα δεν είναι ηδονή. Κυρίως εννοούσε την αποφυγή του πόνου –χάσιμο ενέργειας-, συνέπεια της νηφάλιας λογικής, διώχνοντας κάθε φόβο και διαλύοντας φαντασιώσεις που του φέρνουν ταραχή και τον απομακρύνουν από την ευδαιμονία της ζωής – πρόσθεση ενέργειας.
Όταν ο άνθρωπος απαλλάσσεται από αυτά τα δεινά τότε είναι πραγματικά ευτυχισμένος. Τόνιζε δε ότι πραγματικός πλούτος είναι να αρκούμαστε στα λίγα, γιατί αυτά ποτέ δε λείπουν από κανέναν, ενώ τα πολλά είναι και δυσκολοαπόκτητα και δημιουργούν προβλήματα και πόνο -απώλεια ενέργειας.
«Φέρτε μου λίγο νερό και λίγο ψωμί και συναγωνίζομαι και τον Δία σε ευδαιμονία»Έλεγε και ξανάλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος, που όσοι τον γνώρισαν στη συνείδησή τους, τον αγάπησαν και δεν τον αποχωρίστηκαν ποτέ!
Ο Επίκουρος γεννήθηκε το 341-271 π.κ.ε. στην αθηναϊκή αποικία της Σάμου, «Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών… κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι» – Διογένης Λαέρτιος 10,1. Ίδρυσε την πρώτη του φιλοσοφική σχολή στην Μυτιλήνη και την Λάμψακο πριν μεταφερθεί στην Αθήνα περί τα 306 π.κ.ε.. Κατά την 118-3 Ολυμπιάδα (306) ο Επίκουρος σε ηλικία 36 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αγόρασε ένα μικρό κήπο αντί των 80 μνων, όπως μας αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, μεταξύ της πόλης και της Ακαδημίας. Εκεί ίδρυσε σχολή και δίδαξε το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Η σχολή ονομάστηκε Κήπος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ο Κήπος του Επίκουρου απέκτησε μεγάλη φήμη, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφίας του να αποκαλούνται «οι εκ του Κήπου».
Στην εξάπλωση της Επικούρειας διδασκαλίας από τη μια συνετέλεσε η αγάπη του Επίκουρου προς τους μαθητές του και ο μειλίχιος χαρακτήρας του, και από την άλλη το πρακτικό πνεύμα της ηθικής του διδασκαλίας, που αποτελούσε όαση στη γεμάτη φαινόμενα διαφθοράς ταραγμένη ελληνική κοινωνία, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα και τις πολεμικές διαμάχες των διαδόχων του.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στον Κήπο επιτρέπονταν να εισέλθουν και να παρακολουθήσουν μαθήματα οι πάντες, δηλαδή άνθρωποι κάθε ηλικίας, οποιασδήποτε κοινωνικής θέσης (ακόμα και δούλοι), κάθε οικονομικής κατάστασης ή μόρφωσης, και ανεξαρτήτως φύλου.
Τη γυναίκα παρ’ όλη τη χαμηλή της θέση στην αθηναϊκή κοινωνία, ο Επίκουρος την τίμησε μέσα στον Κήπο.Μαζί με άνδρες φιλοσοφούσαν και αρκετές γυναίκες. Αυτό μάλιστα αποτελεί αποκλειστική πρωτοτυπία του Κήπου. Ο Επίκουρος ήταν ο πρώτος που είδε ισότιμα με τον άνδρα την γυναίκα. Ο Επίκουρος Αθηναίος φιλόσοφος είναι γνωστός στις πλατιές μάζες για την ισότητα των δύο φύλων, καθώς και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για την στάση του αυτή όμως, όπως ήταν φυσικό κατηγορήθηκε και διώχθηκε.
Ο βιογράφος του Επίκουρου Διογένης Λαέρτιος για να αποδείξει την ακεραιότητα και την αρετή του παραθέτει τις παρακάτω αποδείξεις:
Πρώτον ότι η πατρίδα του αναγνώρισε τις ευεργεσίες του και τον τίμησε με χάλκινους ανδριάντες, και δεύτερον ότι το πλήθος των μαθητών του ήταν τεράστιο, και όσοι έρχονταν σ’ αυτόν έμεναν γοητευμένοι και δεν τον πρόδιδαν ποτέ. Αφού δίδαξε στους μαθητές του και τους φίλους του ο Επίκουρος επί 36 χρόνια στον Κήπο, πέθανε στην Αθήνα κατά την 127-3 Ολυμπιάδα (το 270 π.x.), σε ηλικία 72 ετών μετά από αφόρητους πόνους, τους οποίους υπέμενε επί δεκατέσσερις ημέρες με μεγάλη καρτερία. Την τελευταία μέρα της ζωής του μέσα σε φρικτούς πόνους γράφει στον νεανικό του φίλο Ιδομενέα ζητώντας να αναλάβει εκείνος πλέον την φροντίδα των παιδιών του πεθαμένου φίλου τους Μητρόδωρου.
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: “Μάρτυρες της αξεπέραστης καλοσύνης του ανθρώπου αυτού προς τους πάντες, είναι τόσο η ίδια του η πατρίδα που τον τίμησε με ορειχάλκινους ανδριάντες, όσο και οι φίλοι του, τόσο πολυάριθμοι σε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατο να μετρηθούν, αλλά και όσοι τον γνώρισαν προσωπικά και γοητεύτηκαν από τις σειρήνες της διδασκαλίας του.”Και ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης που του ενέπνευσε την ατομική θεωρία έγραψε θαρρείς για αυτόν το παρακάτω απόφθεγμα:
«Σοφώ ανδρί πάσα γή βατή. Αγαθής γαρ ψυχής πατρίς ο ξύμπας κόσμος».Ο Επίκουρος χώριζε τη φιλοσοφία του σε τρία μέρη α) Κανονική ή περί κριτηρίου (θεωρία της γνώσης), β) Φυσική (υλιστική φιλοσοφία), γ) Ηθική (τρόπος ζωής). Την κανονική ή λογική φιλοσοφία, που την θεωρούσε επιστήμη της γνώσης, συνήθως την δίδασκε μαζί με τη φυσική. Τα κατέτασσε μάλιστα μ’ αυτή τη σειρά, έτσι ώστε η λογική να χρησιμεύει ως εισαγωγή στη φυσική και στη συνέχεια οι δύο αυτές να βοηθούν στην κατανόηση της ηθικής, που ήταν και η κύρια διδασκαλία.
Το ύψιστο αγαθό για τον Επίκουρο είναι ίδια η ζωή, η ζωή πάνω στη γη, γιατί άλλη δεν υπάρχει. Η ευτυχισμένη ζωή θεμέλιο της οποίας είναι η γαλήνη της ψυχής, η αταραξία, όπως έλεγε, και η μετρημένη απόλαυση των αγαθών. Ο Επίκουρος στήριξε τη Φυσική του θεωρία στον Δημόκριτο «ατομική Θεωρία». Θεμελιώδεις αρχές της επικούρειας φυσικής είναι ότι τίποτε δεν δημιουργείται από το τίποτα (Ουδέν γίγνεται εκ του μη όντος), καθώς και ότι κανένα πράγμα κατά τη διάλυσή του δεν καταλήγει στην πλήρη ανυπαρξία (αρχή της διατήρησης της ύλης).
Στόχος της διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να χαρίσει στους ανθρώπους μια καινούργια ελευθερία, όχι πολιτική ή κοινωνική, αλλά ατομική ελευθερία. Δηλαδή, να τους απελευθερώσει από τους φόβους και τις ανησυχίες τους να τους κάνει αυτάρκεις και ικανούς να κατακτήσουν την ψυχική γαλήνη.
Σκοπός του Βίου είναι η «Ηδονή», καθώς και η αποφυγή των σωματικών παθών. Κύριο μέσο για την επίτευξή της θεωρείται η Φρόνηση, η οποία εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει κατακυρίευση της απόλαυσης. Ο Επίκουρος θεωρούσε την πνευματική ηδονή πολύ πιο σημαντική από τη σωματική. Ο νους όχι μόνο μοιράζεται τις ηδονικές αισθήσεις του σώματος τη στιγμή που τις βιώνει, αλλά αντλεί ευχαρίστηση από την ανάμνηση περασμένων ηδονών και την προσδοκία μελλοντικών.Η πνευματική ηδονή μπορεί να υπερκεράσει τον σωματικό πόνο. Ο νους μπορεί να προσβληθεί από μη αναγκαίες επιθυμίες, κυρίως την επιθυμία για πλούτη (φιλαργυρία), και την επιθυμία για δύναμη ή για εξουσία και δόξα (φιλοδοξία). Και οι δύο δεν έχουν όριο. Είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν, άρα συνεπάγονται πόνο και επομένως πρέπει να εξαλειφθούν. Εξ ου και η δήλωση του Επίκουρου
“η φτώχια, αν μετρηθεί με βάση τον φυσικό σκοπό της ζωής, είναι μεγάλος πλούτος, ενώ τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχια”. Επίσης έλεγε: “φτώχια δεν είναι να έχεις λίγα αλλά να λαχταράς περισσότερα». και η συμβουλή του προς τον Ιδομενέα: «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα χρήματα, περιόρισε τις επιθυμίες του».Επίσης, ο Επίκουρος συμβούλευε τους μαθητές του να απέχουν από τη δημόσια ζωή (να μείνουν στην αφάνεια) και κατ’ επέκταση την πολιτική (Λάθε βιώσας), γιατί η συμμετοχή με τα κοινά, θα προκαλέσει συμβιβασμούς και αντιπαλότητα, με αποτέλεσμα να τους πληγώσει και κατά συνέπεια να χάσουν την ηρεμία τους και την αταραξία τους. Βέβαια ο δάσκαλος είπε ότι αν κάποιος καίγεται από την επιθυμία ν’ ασχοληθεί με τα πολιτικά δρώμενα, τότε να το κάνει, γιατί ο πόνος της στέρησης θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν της ενασχόλησης.
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει πώς όλα όσα αρνητικά λέχθηκαν για τον Επίκουρο ήταν συκοφαντίες, διότι ήταν άνθρωπος απλός και λιτός, δεν έπινε, δεν ανακατευόταν στην πολιτική, αγαπούσε την πατρίδα του και δεν φοβόταν τους θεούς.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Επίκουρος τιμούσε τον Δημόκριτο, γιατί είχε αγγίξει πριν από τον ίδιο την ορθή γνώση, και ότι το σύνολο της διδασκαλίας του είχε ονομαστεί Δημοκρίτειο, επειδή ο Δημόκριτος βρήκε τις πρώτες αρχές της φυσικής φιλοσοφίας. Ο ιδρυτής του Κήπου, Επίκουρος, θεωρούσε πως η θεωρητική ενασχόληση δεν είχε σκοπό την αύξηση των γνώσεων αλλά την εξυπηρέτηση της ευδαίμονος ζωής.
Ευδαίμων ζωή δεν είναι η θεωρητικά ενάρετη ζωή αλλά εκείνη που συνεπάγεται μείωση του πόνου, κατασίγαση της ανησυχίας και της ταραχής και γαλήνευση της ψυχής.Οι απόψεις του Επίκουρου για την ψυχή και ξεχωριστά για την μελλοντική της τύχη έκαναν βαθιά εντύπωση στη μορφωμένη τάξη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, χαιρετίστηκαν με ανακούφιση σαν η τελευταία λέξη της επιστήμης. Ο Ρωμαίος πατρίκιος, ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος έψαλε με θέρμη τα διδάγματα του Έλληνα σοφού, του πρώτου θνητού που τόλμησε ν’ αντικρίσει το μυστήριο της σκοτεινής και απειλητικής θρησκείας και έμαθε τους ανθρώπους να μη φοβούνται τους θεούς και να καταφρονούν το θάνατο.
Ο Επίκουρος ήταν γόνιμος συγγραφέας. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει σαράντα ένα τίτλους, των καλύτερων βιβλίων του Επίκουρου, με κυριότερο το «Περί φύσεως», που περιελάμβανε 37 βιβλία. Επίσης αναφέρει πως τα συγγράμματά του κάλυπταν τριακόσιους κυλίνδρους και ότι ξεπέρασε κατά πολύ όλους τους προηγούμενους συγγραφείς. Τις πληροφορίες που αφορούν τις λεπτομέρειες της θεωρίας του Επίκουρου, τις αντλούμε σε μεγάλο βαθμό από δευτερεύουσες πηγές, επειδή τα έργα του χάθηκαν εξ αιτίας της αντίθεσής του με τον χριστιανισμό και την κάθε είδους εξουσία.
Η πιο σημαντική από αυτές είναι ο ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος, που έγραψε δύο αιώνες μετά τον Επίκουρο το ποίημά του De rerum natura (Για τη φύση των πραγμάτων). Ένα μεγαλόπνοο έργο, που
γράφτηκε πριν από την Αινειάδα και τη συναγωνίζεται ως λογοτεχνικό αριστούργημα. Τα έξι βιβλία του ποιήματος εκθέτουν με πολλές λεπτομέρειες τα επικούρεια επιχειρήματα που αφορούν τα βασικά συστατικά των πραγμάτων, την κίνηση των ατόμων, τη δομή του σώματος και του νου, τις αιτίες και τη φύση της αίσθησης και της σκέψης, την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού και τα φυσικά φαινόμενα.
Στα μεταγενέστερα χρόνια η Επικούρεια φιλοσοφία αποτέλεσε τη βάση της ατομιστικής αντίληψης για το σύμπαν και της υλιστικής μεταφυσικής.
Κύρια έργα του είναι το Περί Φύσεως, Κύριαι Δόξαι, Προτρεπτικός και οι Επιστολαί.
Ο Επίκουρος δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε έκανε παιδιά και πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 270 π.Χ.