Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία, που εμφανίζονται κάποιοι άνθρωποι, όπως ο Ξάνθιππος ο Λακεδαιμόνιος!
Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που εμφανίζονται κάποιοι άνθρωποι, ίδιοι διάττοντες αστέρες, ενεργούν, αφήνοντας έντονο το σημάδι τους σε αυτή και κατόπιν χάνονται στη λήθη της, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Ξάνθιππου του Λακεδαιμόνιου, ο οποίος από ταπεινός μισθοφόρος, διωγμένος από την πατρίδα από την στέρηση και την αδικία, βρέθηκε σε μια μόνο στιγμή, αρχιστράτηγος του στρατού της άλλης μεγάλης υπερδύναμης του καιρού του, της Καρχηδόνας, να μάχεται με τον καλύτερο στρατό του αρχαίου κόσμου, τον Ρωμαϊκό.
Το 256 π.Χ. μαινόταν ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος. Οι Καρχηδόνιοι είχαν όμως υποστεί μια σειρά από ήττες σε θάλασσα και στεριά και οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αφρική. Οι Καρχηδόνιοι, θεωρώντας ότι οι Ρωμαίοι θα επιτίθονταν απευθείας κατά της Καρχηδόνας, κράτησαν τις δυνάμεις τους στην πόλη τους και δεν αποτόλμησαν να συγκρουστούν με τους Ρωμαίους.
Έτσι οι Ρωμαίοι, υπό τον ύπατο Μάρκο Αττίλιο Ρέγκουλο, κατέλαβαν την, παρακείμενη, πόλη Ασπίδα και λεηλάτησαν όλη τη χώρα, αποκομίζοντας 20.000 αιχμαλώτους και πλούσια λάφυρα, ανενόχλητοι. Ο Ρωμαίος στρατηγός παρέμεινε στην τυνησιακή ακτή με 15.000 πεζούς, 500 ιππείς και 40 πλοία.
Ενώπιον των εξελίξεων αυτών, οι Καρχηδόνιοι αρχηγοί υποχρεώθηκαν και από την πίεση της κοινής γνώμης να αναλάβουν δράση, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος, αν και υπερείχαν αριθμητικά των αντιπάλων τους. Η κατάσταση ήταν πλέον κρίσιμη για τους Καρχηδονίους, οι οποίοι είχαν χάσει και τον στρατό τους και την ικανότητα να υπερασπιστούν την ίδια τους την πόλη.
Έτσι κατέφυγαν στην αθρόα στρατολογία μισθοφόρων από την Ελλάδα, τους οποίους θεωρούσαν ως τους πλέον αξιόμαχους. Το καλοκαίρι του 255 π.Χ. έφτασαν στην Καρχηδόνα οι Έλληνες μισθοφόροι, με τους οποίους ενώθηκαν και οι καρχηδονιακές δυνάμεις, συγκροτώντας μια στρατιά 12.000 πεζών και 4.000 ιππέων.
Όμως οι Καρχηδόνιοι φοβούνταν να πολεμήσουν και πάλι με τους Ρωμαίους, γιατί αν ηττούνταν η Καρχηδόνα θα έμενε εντελώς ανυπεράσπιστη. Τότε εμφανίστηκε ένας απλός στρατιώτης από τους Έλληνες μισθοφόρους, ο Λακεδαιμόνιος Ξάνθιππος, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον των αρχόντων της πόλης και ζήτησε να του αναθέσουν την αρχιστρατηγία και να του επιτρέψουν να πολεμήσει τους Ρωμαίους.
Μέσα στην απελπισία τους οι Καρχηδόνιοι άρχοντες δέχτηκαν, παρά την δυσφορία των στρατηγών τους, οι οποίο έπρεπε να ταχθούν υπό τις διαταγές του πρώην στρατιώτη τους !
Ο Ξάνθιππος επιδίωκε να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους σε αναπτεταμένο πεδίο, όπου η υπεροχή του στο ιππικό και τους ελέφαντες θα του εξασφάλιζαν τη νίκη.
Το ρωμαϊκό πεζικό, το καλύτερο δηλαδή κομμάτι του εχθρικού στρατού θα το νικούσε, σε δεύτερο χρόνο, αφού πρώτα το ιππικό του θα ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του με το αντίστοιχο ρωμαϊκό. Αριθμητικά οι δύο αντίπαλες στρατιές ήταν σχεδόν ισοδύναμες, με 16.300 Καρχηδόνιους να αντιμετωπίζουν 15.500 Ρωμαίους.
Ο Ρωμαίος στρατηγός, για να αντιμετωπίσει το πλεονέκτημα του αντιπάλου του σε ιππικό και ελέφαντες έταξε το πεζικό του σε πυκνή διάταξη και το λιγοστό ιππικό του στις πτέρυγες. Στόχος του Ρέγκουλου ήταν να εξουδετερώσει τους ελέφαντες με το επίλεκτο πεζικό του. Ο Ξάνθιππος είχε όμως αντίθετη άποψη.
Και ναι μεν έταξε τους ελέφαντές του στο κέντρο, με σκοπό να διασπάσει με αυτούς, ή έστω να προκαλέσει σοβαρή αιμορραγία στο ρωμαϊκό πεζικό, αλλά έταξε το πεζικό του αρκετά πιο πίσω, ώστε σε περίπτωση ατυχήματος οι ελέφαντες να μην διαλύσουν τη φίλια φάλαγγα.
Επίσης έταξε το ιππικό του εκατέρωθεν των ελεφάντων, με αποστολή να διαλύσουν το ρωμαϊκό ιππικό και στη συνέχεια να ασχοληθούν με τα πλευρά της πυκνής ρωμαϊκής μάζας πεζικού.
Το σχέδιο του Ξάνθιππου απέδωσε και ολόκληρος, σχεδόν, ο Ρωμαϊκός Στρατός εξοντώθηκε, εκτός από τον Ρέγκουλο και 500 άνδρες που αιχμαλωτίστηκαν, στη μάχη αυτή που έμεινε γνωστή ως μάχη της Τύνιδος (ή ως η πρώτη μάχη του Μπαγραδά).
Στη μάχη έπεσαν 13.000 Ρωμαίοι, έναντι μόλις 800 του Καρχηδονιακού Στρατού. Ο Ξάνθιππος είχε θριαμβεύσει εφαρμόζοντας έναν ελιγμό που αργότερα «δανείστηκε» ο Αννίβας στη μάχη των Καννών (212 π.Χ.).
Ο νικητής στρατηγός εισήλθε στην πόλη όπου έγινε δεκτός με παραλήρημα ενθουσιασμού.
Παρόλα αυτά ο έξυπνος Σπαρτιάτης κατάλαβε ότι η δόξα είναι εφήμερη και ο φθόνος προϊόν της. Αφού λοιπόν έλαβε μεγάλη αμοιβή από τους Καρχηδονίους, τους άφησε μυστικά και πήγε στην Αίγυπτο, κατατασσόμενος στην υπηρεσία των Ελλήνων Πτολεμαίων !